«Ηγετικές μειοψηφίες» και «ποδηγετούμενες πλειοψηφίες».

Χθες ο ΣΥΡΙΖΑ νομίζω βαφτίστηκε «κανονικό πολιτικό κόμμα». Τι σημαίνει κανονικό κόμμα; Μάλλον σημαίνει κόμμα ηγεσίας. Προσωποπαγές κόμμα. Σημαίνει μάλλον ότι όταν ο υποψήφιος πρόεδρος είναι ο Πρωθυπουργός οι σύνεδροι θα πρέπει με 100% να τον εκλέγουν. Και να προχωρούν παρακάτω. Αυτό απ’ ότι έχω καταλάβει σημαίνει «κανονικό κόμμα».

Προσωπικά, αν και αποτελώ έναν απολύτως ψυχρό παρατηρητή των κομμάτων και των εκλογών, δεν κατάλαβα ποτέ γιατί η κατάσταση αυτή βαφτίζεται «κανονικότητα». Για να μας το λένε όμως όλοι οι δημοσιολογούντες, όλοι οι «ειδικοί», όλο το «στρατόπεδο της λογικής», έτσι θα είναι. Ίσως θα πρέπει να υπακούσουμε και την επόμενη συμβουλή τους. Ότι ο πρόεδρος του κόμματος θα πρέπει να εκλέγετε απευθείας από τη βάση και ότι τα συνέδρια θα πρέπει να καταργηθούν, ως παρωχημένες μορφές δήθεν εσωκομματικής δημοκρατίας, βγαλμένες από σελίδες του μακρινού παρελθόντος.
Εκσυγχρονισμός.

Στο πρώτο συνέδριο του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ, το 2013, ο Αλέξης Τσίπρας ήταν ουσιαστικά ο μόνος υποψήφιος για τη θέση του προέδρου. Έλαβε τότε ένα εξαιρετικό ποσοστό της τάξης του 74%. Η μειοψηφία είχε συνταχθεί πίσω από το Λευκό, το οποίο είχε συγκεντρώσει 20.5%. Χθες τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο Αλέξης Τσίπρας εξασφάλισε το μεγαλοπρεπές 93.5% των συνέδρων.
Επιτέλους, οι σύνεδροι του ΣΥΡΙΖΑ απέκτησαν την απαραίτητη κανονικότητα, τον απαραίτητο ρεαλισμό.



Καθώς τα μάθαινα τα καθέκαστα από το συνέδριο, θυμήθηκα ένα παλιό άρθρο του Σταύρου Κωνσταντακόπουλου, που είχαν δημοσιεύσει τα Ενθέματα της Αυγής λίγες μέρες πριν το συνέδριο του 2013. Στο άρθρο αυτό, ο συγχωρεμένος δάσκαλος, ανέλυε την θεωρία του Ρόμπερτ Μίχελς σχετικά με τις κομματικές ελίτ και τις «ηγετικές μειοψηφίες» στα σοσιαλιστικά κόμματα.

«Παρά τις επιταγές της άμεσης δημοκρατίας, που ορίζουν την αδιαμεσολάβητη λήψη των αποφάσεων, το μέγεθος των σύγχρονων κομμάτων καθιστά πρακτικά αδύνατη την ταυτόχρονη και στον ίδιο χώρο συνεύρεση του συνόλου των μελών τους, με αποτέλεσμα να προκύπτει ως οργανική ανάγκη η ύπαρξη μικρού αριθμού αντιπροσώπων, «εντεταλμένων να μιλούν και να ενεργούν για λογαριασμό των μαζών και να υποβοηθούν στην εκτέλεση της θέλησης τους». Την ύπαρξη όμως αυτών των αντιπροσώπων ευνοούν και παράγοντες όπως η ανάγκη λήψης ταχύτατων αποφάσεων, το γεγονός ότι οι μάζες του κόμματος –λόγω έλλειψης ελεύθερου χρόνου– δεν μπορούν να εντρυφήσουν σε μια σειρά από πολύπλοκα θέματα κ.ά.

Προκύπτει λοιπόν, στο εσωτερικό των κομμάτων, ένας καταμερισμός εργασίας: από τη μια μεριά βρίσκεται η μάζα του κόμματος, απορροφημένη από τον βιοπορισμό της και τους περισπασμούς της καθημερινής ζωής, και από την άλλη ένας μικρός κύκλος αντιπροσώπων και ειδικών με τον απαραίτητο ελεύθερο χρόνο που τους επιτρέπει να ειδικευθούν σε όλα εκείνα τα ζωτικής σημασίας προβλήματα που είναι δυσπρόσιτα ή απρόσιτα στη μάζα, καθιστάμενοι τελικά απαραίτητοι. Όμως, ο καταμερισμός αυτός της εργασίας αποβαίνει καταστρεπτικός για τη δημοκρατία, αποφαίνεται ο Μίχελς• ενώ, αρχικά, όλοι αυτοί οι αντιπρόσωποι και ειδικοί, προϊόντα διοικητικών και τεχνικών αναγκαιοτήτων, δεν είναι παρά εκτελεστικά όργανα της συλλογικής βούλησης της μάζας, δημεύουν τελικά την εξουσία της και μετατρέπονται σε μια ολιγαρχία.
Παρά τα μεθοδολογικά προβλήματα του Μίχελς, αλλά και τον θεωρητικό ελιτισμό του, η κριτική ανάγνωση του έργου του είναι πάντα ωφέλιμη. 
Οι μάζες για να πραγματώσουν τη δημοκρατία και τον σοσιαλισμό αναγκάζονται να οργανωθούν, αλλά οργανωμένες υποθηκεύουν την ίδια τη δημοκρατία, συμπεραίνει ο Μίχελς. Με αυτό τον τρόπο η οργάνωση, γιατί στον Μίχελς οργάνωση δεν είναι τόσο το σύνολο των συνδεδεμένων μεταξύ τους μελών όσο η κομματική ηγεσία, που από απλό μέσο για την επιδίωξη της δημοκρατίας μεταβάλλεται σε αυτοσκοπό, γίνεται το παν όπως χαρακτηριστικά γράφει.

Πρέπει, στο σημείο αυτό, να διευκρινισθεί ότι ο Μίχελς σε κανένα σημείο του έργου του δεν θέτει σε αμφισβήτηση την αγνότητα των προθέσεων των ηγετών των σοσιαλιστικών κομμάτων. Οι ηγέτες αυτοί μεταβάλλονται σε ολιγαρχία, όχι γιατί εξαρχής αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση ίδιων συμφερόντων, αλλά γιατί ως συνέπεια των οργανωτικών και ψυχολογικών διεργασιών που περιγράφηκαν καταλαμβάνουν περίοπτες θέσεις, αποκτώντας αντικειμενικά συμφέροντα διακριτά από αυτά της αφανούς μάζας.


Τα συμφέροντα αυτά εξάλλου προσομοιάζουν με εκείνα της αστικής τάξης. Η κομματική υπαλληλία, όπως και οι κοινοβουλευτικοί αντιπρόσωποι των σοσιαλιστικών κομμάτων, ακόμα και όταν είναι προλεταριακής καταγωγής, καταλήγουν να ενσωματώνονται στην κυρίαρχη αστική τάξη και τις επιλογές της. «Η απορροφητική και αφομοιωτική δύναμη των ανώτερων τάξεων απέναντι στα ηγετικά στελέχη του εργατικού κινήματος αποτελεί νόμο», αποφαίνεται ο Μίχελς».


Παρά τα μεθοδολογικά προβλήματα του Μίχελς, αλλά και τον θεωρητικό ελιτισμό του, η κριτική ανάγνωση του έργου του είναι πάντα ωφέλιμη. Ιδιαίτερα σε μία εποχή όπου οι οργανωτικές δομές των κομμάτων όλο και περισσότερο ταυτίζονται. Η δομή του σύγχρονου μαζικού, πολυσυλλεκτικού ευρωπαϊκού κόμματος είναι καρμπόν από τα πιο δεξιά έως τα πιο αριστερά του κομματικού φάσματος.

Διαβάστε το άρθρο του Σταύρου Κωνσταντακόπουλου, με τίτλο «Ηγετικές μειοψηφίες και ποδηγετούμενες πλειοψηφίες στα αριστερά κόμματα», από το ηλεκτρονικό αρχείο των Ενθεμάτων.