Σχέδια σωτηρίας του «Σοσιαλισμού»

Οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες διάλεξαν ξανά την συναίνεση με την κεντροδεξιά. Μπροστά στον κίνδυνο της περιθωριοποίησης η μόνη λύση της Σοσιαλδημοκρατίας είναι η μετάλλαξη.

Χθες το πρωί στη Γερμανία λευκός καπνός βγήκε από τις διαπραγματεύσεις για τον επόμενο κυβερνητικό συνασπισμό. Πέντε μήνες μετά τις εθνικές εκλογές, Άνγκελα Μέρκελ και Μάρτιν Σούλτς έδωσαν τα χέρια για τη συνέχιση της κυβερνητικής συνεργασίας των κομμάτων τους για ακόμα μία πενταετία. Την ίδια στιγμή δημοσκοπικά η δύναμη του SPD καταγράφεται στο 18-17%, μόλις 2-5 μονάδες πάνω από την ακροδεξιά Εναλλακτική. Πρόκειται για το χαμηλότερο ιστορικά ποσοστό του SPD, τουλάχιστον μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενδεικτικό της παρακμής και του αδιεξόδου της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας.

Την ίδια στιγμή στην Πορτογαλλία, το κόμμα των Σοσιαλιστών έχει οδηγηθεί δημοσκοπικά σε ποσοστά ανώτερα του 40%. Όταν στις πρώτες μετα-μνημονιακές εκλογές δεν κατάφεραν να νικήσουν το κεντροδεξιό κόμμα του έως τότε Πρωθυπουργού Πέντρο Κοέλιο, παρά τη δημοσιονομική προσαρμογή που είχε επιβάλει, αντί να παραδοθούν στην ήττα και να «παραδοθούν» στον νικητή των εκλογών και το φιλελεύθερο δόγμα, ως δεύτερο κόμμα, οι Σοσιαλιστές προτίμησαν να συμμαχήσουν με το Αριστερό και το Κομουνιστικό κόμμα, σχηματίζοντας έναν προοδευτικό κυβερνητικό συνασπισμό. Η κυβέρνηση του Αντόνιο Κόστα, εκμεταλλευόμενη την έξοδο της χώρας από την σκληρή επιτροπεία και συγκρουόμενη αρκετές φορές με τις «συμβουλές» του ΔΝΤ και των Ευρωπαίων εταίρων της, έδωσε πραγματική μορφή σε αυτό που εδώ ονομάσαμε «δίκαιη ανάπτυξη» και οδήγησε το κόμμα του από την θέση του βαθιά ηττημένου στη θέση του απόλυτου ρυθμιστή στη χώρα.

Στα ορεινά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Τζέρεμι Κόρμπιν έθεσε σε εφαρμογή μία εντελώς νέα στρατηγική για τους Εργατικούς και τη Σοσιαλδημοκρατία. Υπό καθεστώς σκληρής πίεσης από τους κεντρώους βουλευτές του, ριζοσπαστικοποίησε το πολιτικό πρόγραμμα του κόμματος, επιχειρώντας παράλληλα μία «αριστερή συμπερίληψη», δίνοντας χώρο στα κινήματα και φωνή στις αριστερές δυνάμεις που αρνούνταν από χρόνια να συμμετέχουν στο Εργατικό Κόμμα, χώρους με τους οποίο ο Κόρμπιν διατηρούσε καλές σχέσεις ως το «μαύρο πρόβατο» του Μπλερισμού. Η στρατηγική αρχικά αναζωογόνησε την εκλογική βάση και τις οργανώσεις του κόμματος, με τον διπλασιασμό των κομματικών μελλών, προσελκύοντας κυρίως κόσμο από τη νέα γενιά. Και ενώ βρισκόταν συνεχώς υπό πίεση και σκληρή κριτική για το κατά πόσο η βρετανική κοινωνία μπορεί να ανεχθεί μία στροφή σαν αυτή, ο Κόρμπιν κατάφερε στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2017 να μετατραπεί από το «κουτσό άλογο» των δημοσκόπων σε έναν υπολογίσιμο και επικίνδυνο αντίπαλο των Συντηρητικών της Τερέζα Μέι.

Στον αντίποδα των παραπάνω «σχεδίων διάσωσης» βρίσκεται το ελληνικό ΠΑΣΟΚ, το οποίο έδωσε το όνομά του σε μία αλυσίδα καταστροφής σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων πανευρωπαϊκά («Pasokification»). Το ΠΑΣΟΚ, βλέποντας μετά το πρώτο Μνημόνιο τα ποσοστά του να συρρικνώνονται και την εκλογική του βάση να φεύγει προς τα αριστερά ή και τα δεξιά, όχι μόνο επέλεξε να αγκιστρωθεί πάνω στη συντηρητική Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά, αλλά υπάρχουν ενδείξεις πως μία ομάδα στελεχών του το επεδίωκαν πολύ πριν τον διπλό εκλογικό σεισμό του 2012. Αποτέλεσμα της τακτικής αυτής ήταν η περεταίρω εκλογική αποδυνάμωση και στην συνέχεια, μετά την ανάληψης της ηγεσίας από τη Φώφη Γεννηματά, ένας ατέρμονος κύκλος πολιτικής και στρατηγικής αναζήτησης για την μετεξέλιξη του κόμματος, του οποίου τα αποτελέσματα δεν είναι καθόλου σίγουρα έως σήμερα.

Κάθε μία από τις παραπάνω εθνικές περιπτώσεις ενέχει τις δικές τις ιδιαίτερες πολιτικές συνθήκες. Όλες μαζί όμως αποτελούν αυτό που πιο πάνω ανέφερα ως «το αδιέξοδο της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατία». Ένα αδιέξοδο που ως γενική αιτία έχει την συνεχή απλοποίηση και αποδυνάμωση της πολιτική ταυτότητας του χώρου την τελευταία εικοσαετία. Τα αποτελέσματα αυτής την στρατηγικής, την οποία στήριξαν με όλες τους τις δυνάμεις, οδηγώντας ακόμα και σε διάσπαση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, πληρώνουν σήμερα οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες. Μπροστά στο τέλμα, το SPD επέλεξε ξανά τον δρόμο της συναίνεσης με την κεντροδεξιά, παρά το γεγονός πως έως το βράδυ των εκλογών ο ίδιος ο Μάρτιν Σούλτς διαβεβαίωνε πως κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο να συμβεί. Η ανάληψη του Υπουργείου Οικονομικών της χώρας από ένα στέλεχος των Σοσιαλιστών διευκολύνει το κόμμα να προωθήσει την νέα συμφωνία ως κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που έζησαν οι Γερμανοί την προηγούμενη πενταετία, μοιράζοντας ελπίδα στην χώρα του αλλά και στον ευρωπαϊκό νότο. Είναι δύσκολο να κρίνει κάποιος από τώρα αν αυτός ο δρόμος καταφέρει να ξελασπώσει τους Γερμανούς Σοσιαλδημοκράτες ή αποτελεί μία επώδυνη θυσία υπέρ της σταθερότητας. Η αναγγελία της παραίτησης του Μάρτιν Σούλτς από την ηγεσία του SPD είναι πάντως ενδεικτική.

73 χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη χάνει όχι την δύναμή της αλλά και την ελπίδα της. Μπροστά στον κίνδυνο της περιθωριοποίησης από τα κομματικά συστήματα αλλά και τις κοινωνίες της Ευρώπης, ο μόνος τρόπος να διατηρήσει τον πρωταγωνιστικό της ρόλο είναι η μετάλλαξη. Η πρώτη εναλλακτική μετάλλαξης είναι η πλήρης και επίσημη προσχώρησή της στο φιλελεύθερο στρατόπεδο, η δεύτερη είναι η ριζοσπαστικοποίησή της και η συνδιαλλαγή με την Αριστερά και τα κινήματα. Έως σήμερα η τελευταία δείχνει περισσότερο αποδοτική, παρά τα ρίσκα που εμπεριέχει λόγω της εισόδου σε ένα θολό, συνεχώς μεταβαλλόμενο και γεμάτο πολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις περιβάλλον.