Τι μας διδάσκει η αποτυχημένη καμπάνια της Χίλαρι.

Η δεύτερη αποτυχημένη απόπειρα της Χίλαρι για την Προεδρεία, μας θυμίζει αρκετά τις εκλογικές-πολιτικές τάσεις που διαμορφώνονται τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη, σε Αγγλία, Γαλλία, Ελλάδα ή Ισπανία.

Ποιος θα μας το έλεγε πριν από λίγους μήνες ότι η ισχυρότερη πολιτικός των ΗΠΑ θα έχανε και για δεύτερη φορά την Προεδρεία της Αμερικής. Μία πολιτικός που σήμερα βρίσκεται στην κορυφή των ελίτ, με διασυνδέσεις και επαφές σε όλα τα κέντρα εξουσίας των ΗΠΑ, έχασε ξανά την εμπιστοσύνη του κόσμου – διατηρώντας μεν ένα ελάχιστο ποσοστό υπέρ του συνυποψήφιου της αλλά χωρίς αυτό να είναι αρκετό για να της δώσει την πλειοψηφία στο Σώμα των Εκλεκτόρων. Η πρώην Πρώτη Κυρία, σύζυγος του πιο αγαπητού κατά τα άλλα Προέδρου των ΗΠΑ, έχασε την πρώτη φορά από έναν μαύρο και την δεύτερη από έναν ανισόρροπο, εκκεντρικό εκατομμυριούχο.
Η ήττα της προερχόμενης από την αμερικανική πολιτική ελίτ, Χίλαρι Κλίντον, μας θύμισε τις αλυσιδωτές πανωλεθρίες των ευρωπαϊκών πολιτικών ελίτ.
Εάν κοιτάξουμε τα στοιχεία των exit polls προσεκτικά, θα δούμε πως το μόνο ουσιαστικό που άλλαξε από τις προηγούμενες Προεδρικές Εκλογές είναι η «ανταλλαγή τάξεων» μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων. Σε σχέση με τον Ομπάμα, η Χίλαρι μείωσε τις επιδώσεις του Δημοκρατικού Κόμματος στα κατώτερα και μεσαία στρώματα της κοινωνίας, κερδίζοντας όμως μεγαλύτερο μερίδιο στα υψηλά. Οι ψηφοφόροι που χάθηκαν κατευθύνθηκαν προς τον Ντόναλντ Τράμπ, ο οποίος με την σειρά του έχασε από τους Δημοκρατικούς σημαντικό ποσοστό των εύπορων. Επιπλέον, στους ισπανόφωνους και τις γυναίκες, κατηγορίες ψηφοφόρων στις οποίες η Χίλαρι επένδυε πολλά, τελικώς είχε ή την ακριβώς ίδια ή χαμηλότερη επίδοση από εκείνη του Ομπάμα πριν από μερικά χρόνια. Εντυπωσιακό είναι και το στοιχείο του πως οι Δημοκρατικοί φαίνεται να έχασαν την εμπιστοσύνη των οργανωμένων σε συνδικάτα ψηφοφόρων.

Μην βρίσκοντας κάποια πειστική απάντηση στο πώς οι ψηφοφόροι του πρώτου μαύρου Προέδρου ξαφνικά υπέπεσαν στον ρατσισμό και την μισαλλοδοξία, το αποτέλεσμα των εκλογών κρίθηκε όχι από τη δύναμη της υποψηφιότητας Τράμπ αλλά μάλλον από την αδύναμη υποψηφιότητα Κλίντον. Η αποτυχημένη καμπάνια της Χίλαρι μας θυμίζει αρκετά τις εκλογικές-πολιτικές τάσεις που διαμορφώνονται τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη, σε Αγγλία, Γαλλία, Ελλάδα ή Ισπανία.

Η ήττα της προερχόμενης από την αμερικανική πολιτική ελίτ, Χίλαρι Κλίντον, μας θύμισε τις αλυσιδωτές πανωλεθρίες των ευρωπαϊκών πολιτικών ελίτ. Ελίτ οι οποίες ενώ δείχνουν να έχουν την απόλυτη εξουσία των πολιτικών κοινοτήτων, τελικώς χάνουν όλο και περισσότερη δύναμη κάθε φορά που πάνε να δοκιμαστούν στη λαϊκή ψήφο. Εγκλωβισμένες στον «ρεαλισμός» και τον τεχνοκρατισμό τους, αδυνατούν να εκπροσωπήσουν όλο και μεγαλύτερα μερίδια του εκλογικού σώματος. Από το κλίμα αυτό περισσότερες απώλειες καταγράφουν οι κεντρώες και κέντρο-αριστερές δυνάμεις, των οποίων το παραδοσιακό κοινό περισσότερο απαιτεί ένα νέο πολιτικό αφήγημα. Αυτό όμως το αφήγημα οι πολιτικοί μας δείχνουν αδύναμοι να το σχηματίσουν, αγκαλιάζοντας όλο και περισσότερο τον νεοφιλελευθερισμό και τον κόσμο όπως υπάρχει σήμερα. Έτσι υποπίπτουν σε απολίτικες κενολογίες και αδύναμα επικοινωνιακά σχήματα. Και η κατάσταση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο της οικονομίας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτική κενολογίας ήταν ο «ελιτίστικος, λευκός φεμινισμός» που εξέφρασε η Χίλαρι. Ένα επικοινωνιακό σχήμα το οποίο όμως δεν φαίνεται να προσέγγισε περισσότερες γυναίκες από αυτές που στις προηγούμενες εκλογές είχε προσεγγίσει ένας μαύρος άνδρας υποψήφιος. Η υποψήφια των Δημοκρατικών στην ουσία έκανε περισσότερο κακό παρά καλό στο αμερικανικό φεμινιστικό κίνημα, αφού αντικατέστησε το αίτημα για μεταρρυθμίσεις και περισσότερη ισότητα, απλά με την εικόνα μίας γυναικείας φιγούρας στο οβάλ γραφείο.

Άλλο χαρακτηριστικό που μας θύμισε πολύ Ευρώπη, ήταν η μηδαμινή επαφή των συστημικών ΜΜΕ με την κοινωνία. Την επομένη των εκλογών διάβασα σε τουλάχιστον τέσσερα διαφορετικά δημοκρατικά μέσα, άρθρα υπό τον ίδιο ερωτηματικό τίτλο: «Τι συνέβη και δεν καταλάβαμε τι γινόταν γύρω μας;». Η απάντηση είναι πολύ απλή. Τα media στην Αμερική αλλά και την Ευρώπη δεν εμφανίζουν κανένα πρόβλημα στο να αφουγκραστούν την κοινωνία. Απλά δεν το επιχειρούν καθόλου. Εγκλωβισμένα μέσα σε καθεστωτικές ιδέες, πιστεύουν πως δεν μετράει καθόλου τι σκέπτεται ο ψηφοφόρος, αφού είναι αυτά που στην ουσία διαμορφώνουν μία κοινή λογική στην κοινωνία. Έτσι οι «New York Times» μέσα σε μία ώρα αντέστρεψαν την εκλογική τους πρόβλεψη και από εκεί που έδιναν το 95% των πιθανοτήτων στη Χίλαρι, με τα πρώτα αποτελέσματα της κάλπης το έστρεψαν προς τον Ντόναλντ Τράμπ.
Όπως στην Αγγλία αλλά και στην Ελλάδα, ένα νέο προοδευτικό κίνημα φάνηκε πως ήταν η μόνη λύση απέναντι στον Τράμπ.
Το τρίτο και τελευταίο χαρακτηριστικό που σημειώνω είναι η μόνη δυνατή απάντηση στον εθνικισμό, τον συντηρητικό λαϊκισμό και στην πολιτική μισαλλοδοξία. Όπως στην Αγγλία αλλά και στην Ελλάδα, ένα νέο προοδευτικό κίνημα φάνηκε πως ήταν η μόνη λύση απέναντι στον Τράμπ. Όταν πριν από έναν χρόνο οι δημοσκοπήσεις έδιναν καθαρό προβάδισμα στο Μπέρνι Σάντερς υπέρ όλων των πιθανών του αντιπάλων, πολλοί αμφισβητούσαν τα ευρήματα ως αποτέλεσμα τεχνίτης ενίσχυσης του Μπέρνι λόγω των χαμηλών πιθανοτήτων να πάρει το Δημοκρατικό χρίσμα. Τελικά όμως, από τα exit polls προκύπτει ότι ο Μπέρνι εξέφραζε και κέρδιζε τις κατηγορίες αυτές των ψηφοφόρων που τελικώς αρνήθηκαν να υποστηρίξουν την Χίλαρι. Τους νέους, τα χαμηλά στρώματα, τις μειονότητες και γενικά τις κατηγορίες αυτές των ψηφοφόρων που νιώθουν όλο και περισσότερο καταπιεσμένες. Μία περισσότερο αριστερή – με τα δεδομένα των ΗΠΑ – υποψηφιότητα, η οποία θα μιλούσε με απλό αλλά ουσιαστικό λόγο, θα μπορούσε να είχε οδηγήσει το Δημοκρατικό Κόμμα σε μία νίκη απέναντι στο δημαγωγό Τράμπ, ακολουθώντας το ευρωπαϊκό ρεύμα. Επιβεβαιωνόμαστε ξανά όσοι υποστηρίζουμε ότι η μόνη απάντηση στον εθνικισμό και τη δημαγωγία είναι όχι ο «ρεαλισμός» και η επιμονή στο σήμερα, αλλά τα λαϊκά, προοδευτικά-αριστερά ριζοσπαστικά κινήματα.