Ας αποφασίσουμε επιτέλους, τι είδους Αριστερά θέλουμε;

Και στο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ και σε κάθε αριστερή διάσκεψη και συνάντηση, σε κάθε οργάνωση, θα έπρεπε να είχε τεθεί σοβαρά το εξής ερώτημα: Τι είδους αριστερά θέλουμε; Μία αριστερά της στιγμής ή μία αριστερά για το αύριο;

Παρακολουθώντας αρκετές από τις τοποθετήσεις στο 2ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ μπορώ να πω πως τα πράγματα ήταν καλύτερα από όσο περίμενα. Το συνέδριο, αν και μονοπωλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τα κυβερνητικά, δεν μετατράπηκε σε ένα κυβερνητικό συνέδριο, με φανερή τάση για κριτική. Παρόλα αυτά για άλλη μία φορά οι τοποθετήσεις των συνέδρων και των στελεχών επικεντρώθηκαν στην επικαιρότητα, ξεπετάγοντας ζητήματα ιδεολογίας με ασαφείς φράσεις-συνθήματα («Σοσιαλισμός του 21ου αιώνα»). Για άλλη μία φορά το Συνέδριο απέτυχε να θέσει τον στόχο ενός σχεδίου που θα ξεφεύγει από το σήμερα. Που θα ξεφεύγει από τα μνημόνια και θα δίνει την προοπτική για το αύριο. Και αυτό την ίδια στιγμή που το κόμμα επιχειρηματολογεί στη βάση του ότι εφαρμόζει μία σκληρή πολιτική μέσα όμως σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Θα συζητηθεί κάποτε ποιό είναι αυτό το πλαίσιο; Ή είναι όλα τόσο αυτονόητα;


Τα τελευταία οχτώ χρόνια η αριστερά στην Ελλάδα έκανε τρομακτικά άλματα. Αναδιαμορφώθηκε μέσα στις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά το 2008, αποκτώντας έναν νέο δυναμισμό. Τα κινήματα άρχισαν να γίνονται όλο και πιο αντιληπτά στη δημόσια σφαίρα και οι διεκδικήσεις τους όλο και πιο έντονες, όλο και πιο αποτελεσματικές μέσα στην καθημερινότητα. Η ταχύτατη φτωχοποίηση και οι κοινωνικές πιέσεις που ασκήθηκαν από τα μνημόνια, γέννησαν ένα πρόσφορο έδαφος δράσης. Δράσης η οποία σε πολλές περιπτώσεις κατάφερε να φρενάρει τις επιπτώσεις της επιτροπείας στη χώρα. Όλος όμως αυτός ο κινηματικός αναβρασμός είχε από την αρχή ένα σημαντικό μειονέκτημα, μία σημαντική αναπηρία. Σαν να ξεχάσαμε πως αριστερά δεν υπάρχει χωρίς την ιδεολογία της και πώς οι κοινωνικές διεκδικήσεις αποκτούν νόημα μόνο υπό το πρίσμα ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου ανατροπής.
Σαν να ξεχάσαμε πως αριστερά δεν υπάρχει χωρίς την ιδεολογία της και πώς οι κοινωνικές διεκδικήσεις αποκτούν νόημα μόνο υπό το πρίσμα ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου ανατροπής.
Μέσα στον αντιμνημονιακό αναβρασμό και τον κινηματικό ενθουσιασμό, παραβλέφθηκε μία αναγκαία ανάπαυλα για τη διαβούλευση και τη θεμελίωση μακροπρόθεσμων στόχων. Ο τομέας της ιδεολογίας παραγκωνίστηκε από τον αγωνιστικό παλμό της καθημερινότητας. Σταδιακά οι στόχοι άρχισαν να γίνονται όλο και πιο εφήμεροι, ενώ αναδείχτηκε μία νέα αριστερή γενιά ενεργή στη καθημερινότητά της αλλά ιδεολογικά αμόρφωτη. Η αναπηρία αυτή ήρθε με το ΣΥΡΙΖΑ να αντικατασταθεί από τον στόχο της κυβερνητικής εξουσίας, η οποία ταυτίστηκε με τη γενικότερη επικράτηση της αριστεράς. Έτσι ένα απλό μέσο προς την εξουσία της αριστεράς μετατράπηκε σε αυτοσκοπό, μετατράπηκε στον κύριο στόχο. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αυταπάτη στην οποία υπέπεσε η μεταπολιτευτική αριστερά. Γιατί αν και η κατάληψη της κυβέρνησης είναι ένα σημαντικό όπλο, στον σημερινό κόσμο δεν αποτελεί καν εξουσία εάν δεν συνδυαστεί από μία σειρά παραγόντων και ενεργειών στα πλαίσια ενός μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού. Το πρόβλημα της «ιδεολογικής αναπηρίας» της σημερινής αριστερά φάνηκε στην ειλικρινή απογοήτευση από τα όσα ακολούθησαν το δημοψήφισμα του 2015, όταν πλέον έγινε σε όλους κατανοητό πως μία εθνική κυβέρνηση από μόνη της δεν φτάνει. Απογοήτευση η οποία γέννησε αισθήματα ενοχής, αποδυναμώνοντας το κίνημα.
Και στο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ και σε κάθε αριστερή διάσκεψη και συνάντηση, σε κάθε οργάνωση, θα έπρεπε να είχε τεθεί σοβαρά το εξής ερώτημα: Τι είδους αριστερά θέλουμε; Μία αριστερά της στιγμής ή μία αριστερά για το αύριο;
Από τα κινήματα των τελευταίων οκτώ ετών ξεχώρισαν δύο αριστερές στην Ελλάδα, η διάκριση των οποίων έγινε εμφανέστερη μετά το δημοψήφισμα του 2015. Η πρώτη από αυτές κινείται στον χώρο που ονομάζεται «νέα ευρωπαϊκή αριστερά». Η δεύτερη είναι περισσότερο κλασική και δυναμική, περισσότερο ίσως ριζοσπαστική. Η πρώτη αριστερά είναι αυτή που στοιχίζεται σήμερα πίσω από τον Αλέξη Τσίπρα, η δεύτερη είναι εκείνη η οποία ασκεί όλη την αντιπολίτευση από τα αριστερά. Και οι δύο δεν φαίνονται να έχουν πρόθεση να διορθώσουν το μεγάλο λάθος του παρελθόντας, εργαζόμενοι πάνω στο κομμάτι της ιδεολογίας και σε μακροπρόθεσμα σχέδια που θα δίνουν την δυνατότητα για ένα πραγματικό αύριο.

Η κυβερνώσα αριστερά φαίνεται όλο και περισσότερο εγκλωβισμένη μέσα σε ένα παιχνίδι διαχείρισης του συστήματος. Η κυβέρνηση πρέπει να συνεχίσει να κυβερνά με τους σημερινούς όρους. Το μόνο που μπορεί να κάνει προς μία διαφορετική κατεύθυνση είναι να προσπαθεί να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερες συναντήσεις και συμμαχίες με χώρες και προοδευτικές κυβερνήσεις από την υπόλοιπη Ευρώπη. Το πλάνο θα έπρεπε να συνεχίζεται από ένα κόμμα το οποίο θα κινείται στον χώρο των κινημάτων και των ιδεών. Το κόμμα όμως του ΣΥΡΙΖΑ έχει μετατραπεί σε κυβερνητική ουρά, αδυνατώντας να πάρει μία ξεχωριστή κατεύθυνση από τα κυβερνητικά στελέχη, στα πλαίσια ενός κοινού προγράμματος με διαφορετικούς όμως ρόλους.

Αυτός ο υπερβολικός ρεαλισμός και ο εγκλωβισμός στη διαχείριση, είναι το κύριο επιχείρημα της αντιπολιτευόμενης αριστεράς. Η αλήθεια όμως είναι ότι και οι ίδιοι δεν είναι σε καθόλου καλύτερη κατάσταση. Εκτός του γεγονότος πως δεν φαίνεται να έχουν κατανοήσει πλήρως τους λόγους για τους οποίους η κυβερνητική εξουσία είναι μέσο και όχι ο στόχος, τα οράματα και οι τακτικές τους δεν φαίνονται καθόλου καλύτερα. Εάν το πρόβλημα της κυβέρνησης είναι ο ρεαλισμός, το δικό τους πρόβλημα είναι η άρνηση να κοιτάξουν την πραγματικότητα στα μάτια. Και αν και φαίνονται αποτελεσματικοί στο να σταματούν τους πλειστηριασμούς έξω από τα δικαστήρια, εν τέλει αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στην ανάγνωση του αύριο ή και του σήμερα σε ένα μακρο-επίπεδο. Προτείνουν πολιτικές της στιγμής, αρνούμενοι να αναγνωρίσουν τις μεταβολές που έχουν συντελεστεί την τελευταία εικοσαετία στο διεθνή καπιταλιστικό σύστημα αλλά και τις πραγματικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Και στο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ και σε κάθε αριστερή διάσκεψη και συνάντηση, σε κάθε οργάνωση, θα έπρεπε να είχε τεθεί σοβαρά το εξής ερώτημα: Τι είδους αριστερά θέλουμε;
Μία αριστερά της στιγμής ή μία αριστερά για το αύριο;
Θέλουμε μία αριστερά που απλά θα μοιράζει επιδόματα ή θα σταματά τους πλειστηριασμούς με δυναμισμό έξω από τα δικαστήρια; Ή μήπως θέλουμε μία αριστερά που θα μπορέσει να θέσει τις συνθήκες για το πέρασμα σε έναν κόσμο όπου τα επιδόματα θα είναι άχρηστα και το πρόβλημα των πλειστηριασμών ανύπαρκτο;
Είναι σημαντικό για την κοινωνία να υπάρχει μία προοδευτική κυβέρνηση, όπως και είναι σημαντικό το να βρίσκεται κάποιος καθημερινά στο πεζοδρόμιο για τις καθημερινές διεκδικήσεις. Είναι όμως πολύ σημαντικότερο με σοβαρότητα να καθίσουμε και να δουλέψουμε για την επαναθεμελίωση των στόχων της αριστεράς στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Να δημιουργηθεί, έστω και αργά, ένας οδικός χάρτης. Ένα μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχέδιο πραγματικής ελπίδας, το οποίο θα διαδοθεί μέσα στο κίνημα, την αριστερά, την κοινωνία.