To Debate του Πρωθυπουργού και της Αντιπολίτευσης


Έγινε λοιπόν χθες το βράδυ και το τελευταίο debate πριν από τις κάλπες της Κυριακής, αυτή την φορά μόνο με τον κ. Τσίπρα και τον κ. Μεϊμαράκη. Η πρώτη διαπίστωση είναι πως αυτή η τηλεμαχία ήταν σαφώς καλύτερη από την προηγούμενη, αλλά και από παλιότερες. Περισσότερος διάλογος, μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καλύτερο θέαμα και σχετικά ορθότερες ερωτήσεις.
Οι δύο αρχηγοί από την αρχή έδειξαν τις προθέσεις τους και τους ρόλους τους. Ήταν ξεκάθαρο πως ο Α. Τσίπρας πήγε στην τηλεμαχία ως υποψήφιος Πρωθυπουργός και ο Β. Μεϊμαράκης ως υποψήφιος αρχηγός της αντιπολίτευσης.

Ο πρώην Πρωθυπουργός προσπάθησε να δώσει ήρεμες απαντήσεις, σαφείς, ενώ απέφυγε και την συνεχή συνθηματολογία. Έδειξε πως ως Πρωθυπουργός είχε γνώση των ζητημάτων που τέθηκαν από τους δημοσιογράφους, παρά την έντονη αυτοκριτική του για τα λάθη του προηγούμενου 7μηνου. Το επικοινωνιακό του λάθος ήταν το συνεχές χαμόγελο την ώρα που ο αντίπαλός του απαντούσε. Αρχικά έδειχνε αυτοπεποίθηση αλλά στην συνέχεια άρχισε να φαίνεται υπερβολικά «στημένο». Μετά την μέση του πρώτου κύκλου ευτυχώς το γέλιο… κόπηκε.
Ο Α. Τσίπρας επιχειρηματολόγησε πειστικά για τις διαπραγματευτικές του δυνατότητες και προθέσεις, αλλά έδειξε μεγάλη αδυναμία στο να παρουσιάσει συγκεκριμένα μέτρα ανακούφισης των πολιτών, από τις επιπτώσεις της νέας επώδυνης συμφωνία, αλλά και συγκεκριμένα αντισταθμίστηκα που πρόκειται να προτείνει στους θεσμούς. Ασαφείς ήταν και οι απαντήσεις του σχετικά με την επόμενη ημέρα των εκλογών και τις κυβερνητικές συνεργασίες αν απαιτηθούν.

Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης είχε από την αρχή να αντιμετωπίσει την εικόνα ενός νεότερου άνδρα, γεγονός που επικοινωνιακά μετρούσε. Άρχισε όμως ιδιαίτερα δυναμικά, αναγκάζοντας μάλιστα τον Αλέξη Τσίπρα να σπαταλήσει τις «κόκκινες κάρτες» του γρήγορα. Σύντομα όμως έδειξε σημάδια κούρασης. Στο μεγαλύτερο μέρος της τηλεμαχίας ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας αναλώθηκε σε μία συνεχή αναπαραγωγή των ίδιων συνθημάτων, δείχνοντας απόλυτη αδυναμία να απαντήσει επί της ουσίας σε κάθε ερώτηση. Έδειξε με αυτόν τον τρόπο έλλειψη προεκλογικού προγράμματος εκ μέρους της Νέας Δημοκρατίας, ενώ πήρε πίσω την μοναδική του προεκλογική δέσμευση σχετικά με τους αγρότες.
Μεγάλο λάθος και η αδυναμία του να δώσει πειστική απάντηση στο ζήτημα των προσφύγων αλλά και της διαφθοράς, πράγμα που έδωσε την εντύπωση ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει στην Νέα Δημοκρατία από την εποχή Σαμαρά.
Η μάχη όμως χάθηκε για τον κ. Μεϊμαράκη στην «κωμική» του κόντρα με τον σκηνοθέτη για το ζήτημα του ύψους. Η συμπεριφορά του κ. Μεϊμαράκη μαρτυρούσε εκνευρισμό εκ μέρους του, ενώ έδωσε αφορμή για σχόλια περί απρεπούς συμπεριφοράς και ένδειας επιχειρημάτων.

Μεγάλη αστοχία και των δύο πολιτικών αρχηγών η αδυναμία τους να απαντήσουν στην τελική ερώτηση του Πάνου Χαρίτου, σχετικά με τους νέους που φεύγουν στο εξωτερικό. Η ερώτηση ήταν προφανές ότι ξάφνιασε και τους δύο, ενώ δεν κατάφεραν να δώσουν καμία απάντηση, περιοριζόμενοι σε γενικολογία.

Το αποτέλεσμα θα φανεί στην κάλπη. Επειδή όμως στόχος κάθε debate είναι κυρίως οι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι, προσωπικά πιστεύω πως ο Α. Τσίπρας με τον ήπιο και αυτοκριτικό του λόγο έπεισε περισσότερο από την «χοντροκομμένη» επικοινωνιακή εικόνα του κ. Μεϊμαράκη. Το σώμα των αναποφάσιστων αποτελείται κυρίως από μετριοπαθείς ψηφοφόρους, που απαιτούν ήρεμη φωνή, σοβαρότητα και προγραμματικό λόγο. Και αυτούς τους στόχους σε καμία περίπτωση δεν προσέγγισε η εικόνα του κ. Β. Μεϊμαράκη. Εάν μάλιστα αναλογιστούμε ότι οι αναποφάσιστοι προέρχονται κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ, η εμφάνιση του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας μάλλον κατάφερε να τους στρέψει εναντίον του και αντιδραστικά υπέρ του Τσίπρα.