Ηθική στα μέτρα τους
Από τους Υπουργούς που χρειάζονταν επίδομα στέγασης έως τους κατήγορούς τους, οι οποίοι αρνούνται οποιαδήποτε ευθύνη για το σκάνδαλο στο χώρο του φαρμάκου.
Όταν η Ράνια Αντωνοπούλου και ο σύζυγος της Δημήτρης Παπαδημητρίου εντάχθηκαν στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, θεωρήθηκαν ως δύο από τα δυνατά χαρτιά του Αλέξη Τσίπρα. Επιστήμονες από τη Νέα Υόρκη, με κύρος και προσωπική διαδρομή ο καθένας, με τη μανία που υπάρχει σε αυτή τη χώρα για τους τεχνοκράτες και τους μη-πολιτικούς, ως ζευγάρι δεν έχαιραν μόνο της εκτίμησης των κυβερνητικών βουλευτών αλλά και της αντιπολίτευσης. Αυτά μέχρι χθες οπότε και αποκαλύφθηκε ότι η κ. Αντωνοπούλου, παρά το γεγονός πως σύμφωνα με το πόθεν έσχες της κατέχει μία περιουσία μερικών εκατομμυρίων, ζήτησε και έλαβε από το ελληνικό δημόσιο επίδομα στέγασης, ως μέλος κυβέρνησης με μόνιμο τόπο κατοικίας εκτός Αθηνών. Το ζήτημα μπορεί να μην είναι νομικό, είναι όμως σίγουρα ηθικό. Διότι μία υπουργός που θέλει να επικαλείται αριστερή συνείδηση, η οποία υπογράφει συνεχόμενες περικοπές επιδομάτων για τους πολίτες μίας χώρας υπό χρεοκοπία, είναι το λιγότερο δείγμα έλλειψης αντίληψης το να ζητά για τον εαυτό της ένα αχρείαστο βοήθημα. Η αποκάλυψη, η οποία έγινε από τον Ελεύθερο Τύπο, οδήγησε το υπουργικό ζευγάρι σε παραίτηση, ύστερα από την θύελλα αντιδράσεων που προκλήθηκε ακόμα και μεταξύ των «συντρόφων» τους στο ΣΥΡΙΖΑ.Αυτό που μου προκάλεσε εντύπωση, ήταν πώς ενώ το συγκεκριμένο επίδομα δίνεται στους Έλληνες βουλευτές από το 1994 δίχως κανένα εισοδηματικό κριτήριο, και ενώ έχουν κάνει χρήση του έως σήμερα σχεδόν το σύνολο αυτών, η υπόθεση επικεντρώθηκε αποκλειστικά στο πρόσωπο της Υπουργού και όχι στο ζήτημα των βουλευτικών δικαιωμάτων. Σε μία χώρα στην οποία τρίτεκνοι, συνταξιούχοι και άνεργοι δεν λαμβάνουν το επίδομά τους λόγω πόθεν έσχες και κατοικίες βγαίνουν εκτός κοινωνικού τιμολογίου για ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα, είναι κραυγαλέο τα βουλευτικά προνόμια να δίνονται δίχως κανέναν περιορισμό σε όλα τα μέλη του κοινοβουλίου και των κυβερνήσεων.
Επιπλέον, εκτός από τα παραπάνω, ιδιαίτερη εντύπωση μου προκάλεσαν οι έντονες αντιδράσεις της Νέας Δημοκρατίας και μερίδας του τύπου. Ένα σύστημα που έως και σήμερα, ενώ επιβεβαιώνει την ύπαρξη σκανδάλου στον χώρου του φαρμάκου, αρνείται να αναλάβει ή να αποδώσει την οποιαδήποτε ευθύνη, έδειξε ξαφνικά ιδιαίτερη ευαισθησία για την ηθική στην πολιτική ζωή. Εκείνοι οι οποίοι μέχρι πρόσφατα μας έλεγαν ότι δεν υπάρχει πρόβλημα με τα δώρα της Siemens στον Κυριάκο Μητσοτάκη, αφού στο τέλος τα πλήρωσε, αυτοί που μας λένε ότι τα κομματικά δάνεια είναι «περσινά ξινά σταφύλια», εκείνοι που δεν βρήκαν να πουν τίποτα για την καταδίκη ενός πρώην βουλευτή και υπουργού επειδή ασκούσε πληρωμένο από επιχειρηματίες κοινοβουλευτικό έλεγχο, ξάφνου ανακάλυψαν ζητήματα ηθικής.
Δεν μπορώ να μην αναφερθώ σε δύο παρεμβάσεις κορυφαίων στελεχών της Νέας Δημοκρατίας. Η πρώτη είναι αυτή της εκπροσώπου τύπου του κόμματος, κυρίας Μαρία Σπυράκη, η οποία δήλωσε: «Το λιγότερο που μπορεί να κάνει η κυρία Αντωνοπούλου είναι να επιστρέψει τα χρήματα και να ζητήσει συγγνώμη». Η κυρία Αντωνοπούλου τελικά δήλωσε πως τα χρήματα θα τα επιστρέψει, η κυρία Σπυράκη έως πότε θα θεωρεί φυσιολογικό να πληρώνεται και να απολαμβάνει όλα τα προνόμια του Ευρωβουλευτή για να ασκεί καθήκοντα εκπροσώπου τύπου στην Ελλάδα;
Η δεύτερη δήλωση που κράτησα είναι εκείνη του Ευρωβουλευτή της Νέας Δημοκρατίας και δημοσιογράφου Γιώργου Κύρτσου. Ο κύριος Κύρτσος έγραψε χθες στον προσωπικό του λογαριασμό στο twitter πως η υπόθεση Αντωνοπούλου δείχνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσε το «χειρότερο είδος εκατομμυριούχων», εκείνο που «πλούτισαν χωρίς ρίσκο και δημιουργία θέσεων εργασίας» και που «δεν χρηματοδοτούν την εθνική οικονομία». Αναρωτιέμαι, πως η κυρία Αντωνοπούλου είναι το «χειρότερο είδος εκατομμυριούχου» επειδή δεν «χρηματοδοτεί την εθνική οικονομία» αλλά όταν η κυρία Μαρέβα Γκραμπόφσκι εμφανίζεται ως διαχειρίστρια κεφαλαίων offshore είναι απλά μία επιτυχημένη επιχειρηματίας;
Και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και τώρα και παλιά και πάντα, η ηθική στην πολιτική είναι μία εντελώς υποκειμενική έννοια, η οποία νοηματοδοτείται καταλλήλως αναλόγως ποιος εμφανίζεται ως υπερασπιστής της.