Εκλογές, Δημοσκοπήσεις και Αναλυτές.

Πριν από ένα μήνα οι Βρετανοί έμπαιναν στον δεύτερο μήνα μίας απρόσμενης προεκλογικής περιόδου, την οποία είχε ανοίξει η Πρωθυπουργός Τερέζα Μέι σίγουρη για μία σταθερή πλειοψηφία για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Στις δημοσκοπήσεις οι Συντηρητικοί προηγούνταν των Εργατικών με 20 έως 15 μονάδες διαφορά. Η Τερέζα Μέι εμφανιζόταν ως η καταλληλότερη για Πρωθυπουργός με ποσοστά 58-41%, έναντι του Κόρμπιν που εξασφάλιζε την εμπιστοσύνη μόλις του 24-16% του εκλογικού σώματος. Η εικόνα αυτή των δημοσκοπήσεων οδήγησε τη Μέι σε δηλώσεις όπως «εάν χάσω 6 έδρες τότε θα έχω χάσει τις εκλογές». Τότε σχεδόν όλοι οι δημοσιολογούντες συμφωνούσαν πως η επόμενη ημέρα των εκλογών θα έβρισκε τη Μέι ισχυρότερη και τον Κόρμπιν έκτος Εργατικού Κόμματος.

Ένα μήνα μετά, βρισκόμαστε μία εβδομάδα μετά τις Βρετανικές εκλογές και η Τερέζα Μέι έχει χάσει την πλειοψηφία της στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, χάνοντας 12 έδρες, και ο Κόρμπιν είναι ο Πρόεδρος των εργατικών που κέρδισε τις περισσότερες έδρες για το κόμμα του μετά την εποχή Μπλέρ, ενώ κατέγραψε την μεγαλύτερη εκλογική άνοδο μετά το 1945. Οι Συντηρητικοί αναγκάζονται σε συνεργασία με την Ιρλανδική ακροδεξιά προκειμένου να κρατηθούν στην κυβέρνηση. Σύμφωνα με την YouGov, τη μοναδική εταιρία δημοσκοπήσεων που παραμονές των εκλογών αμφισβήτησε την πλειοψηφία των Συντηρητικών, η «Μέι είναι τώρα όσο αντιδημοφιλής ήταν ο Κόρμπιν πριν τις εκλογές».

Παρά το γεγονός ότι ο Τζέρεμι Κόρμπιν αμφισβητήθηκε εντόνως από όλες τις πλευρές, ήταν εξαρχής φανερό ότι η Τερέζα Μέι αδυνατούσε, ή θεωρούσε περιττό, να παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο κυβερνητικό αφήγημα, σε αντίθεση με τον αντίπαλό της ο οποίος κατάφερε να μετατοπίσει τον προεκλογικό διάλογο στην κατεύθυνση που τον ευνοούσε. Ήταν φανερό ότι επικοινωνιακά ο αριστεριστής αρχηγός των Εργατικών και το φιλολαϊκό του πρόγραμμα είχαν μεγαλύτερη απήχηση από εκείνη της ψυχρής Βρετανίδας Πρωθυπουργού. Παρόλα αυτά, ακόμα και μία μέρα πριν ανοίξουν οι κάλπες, οι περισσότεροι Βρετανοί αναλυτές εμφανίζονταν σίγουροι για την εκλογική ανανέωση της πλειοψηφίας των Tories, βασιζόμενοι στα ποσοστά που τους έδιναν οι δημοσκόποι.

Η εμμονή αυτή με τις δημοσκοπήσεις δεν έπαυσε ούτε όταν οι αναλυτές είδαν την απήχηση που είχαν οι προεκλογικές συγκεντρώσει του Κόρμπιν. Επέμειναν πως η προσέλευση σε συγκεντρώσεις δεν μεταφράζεται απαραιτήτως σε ψήφους, ενώ αντίθετα οι δημοσκοπήσει συνεχίζουν να αποτελούν αλάνθαστο εργαλείο πρόβλεψης. Το ίδιο και όταν είδαν τόσους νέους ψηφοφόρους να συρρέουν για να εγγραφούν στους εκλογικούς καταλόγους. Έκαναν ότι μπορούσαν προκειμένου να προσαρμόσουν την πραγματικότητα σε αυτό που είχαν στο κεφάλι τους. Τελικώς όμως, σε αντίθεση με ότι οι περισσότεροι έτειναν να πιστέψουν, οι «ειδικοί» και οι δημοσκοπήσεις δεν εξέλεξαν Πρωθυπουργό.

Σύμφωνα με τον Αμερικανό αναλυτή Nate Silver, το αποτέλεσμα των εκλογών δεν ήταν και τόσο απρόσμενο. Οι βρετανοί δημοσκόποι έπεσαν κατά Μ..Ο. περίπου 4 μονάδες έξω, όταν ο Μ.Ο. απόκλισης στη Μεγάλη Βρετανία από το 1945 έως σήμερα είναι στο 3,9%. «Ως εκ τούτου, το πρόβλημα δεν έχει να κάνει τόσο με τις δημοσκοπήσεις. Το πρόβλημα ήταν με το πώς οι άνθρωποι τις ερμηνεύουν […] Έτσι, το αποτέλεσμα έμοιαζε με αυτό των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ το 2016, όταν ο Donald Trump απείχε από τη νίκη όσο ήταν και το «τυπικό σφάλμα των δημοσκοπήσεων», αλλά οι ψηφοφόροι φάνηκε να έχουν πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από ό,τι θα έπρεπε να έχουν στην Χίλαρι Κλίντον».
Το πρόβλημα που ανέδειξαν οι Βρετανικές εκλογές δεν είναι οι δημοσκοπήσεις όσο ο τρόπος με τον οποίο αυτές εργαλειοποιούνται από τα media και τα κομματικά επιτελεία.
«Το θέμα είναι ότι αρκετοί από αυτούς που κάλυψαν τις εκλογές του Ηνωμένου Βασιλείου (είτε ως δημοσκόποι είτε ως αυθεντίες είτε ώς δημοσιογράφοι) είναι ένοχοι. Είναι αλήθεια ότι οι Συντηρητικοί έχουν κάποια προϊστορία να ξεπερνούν την δημοσκοπική τους επίδοση, όπως το 2015. Ωστόσο, αυτές οι προηγούμενες υποεκτίμησης μπορεί να συμβαίνουν κατά τύχη ή για λόγους ειδικούς, που ισχύουν στις διαφορετικές εκλογικές περιόδους. Πολλοί ήταν τόσο απασχολημένοι με το να μην υποτιμούν τους Συντηρητικούς ώστε να μην δίνουν σημασία στην ενδεχόμενη υποτίμηση των Εργατικών. Έτσι, αγνόησαν σε μεγάλο βαθμό τη πιθανότητα ενός κοινοβουλίου χωρίς πλειοψηφία, παρά του ότι αυτό ήταν ένα εντελώς ρεαλιστικό ενδεχόμενο».

Το πρόβλημα λοιπόν που ανέδειξαν οι Βρετανικές εκλογές δεν είναι οι δημοσκοπήσεις όσο ο τρόπος με τον οποίο αυτές εργαλειοποιούνται από τα media και τα κομματικά επιτελεία. Και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και στον κόσμο, δημοσιογράφοι και πολιτικοί τείνουν να αναθέτουν την εξουσία κάθε εβδομάδα αναλόγως με το ποιος προηγείται στα νούμερα των δημοσκόπων, χωρίς καν να έχουν διαβάσει και αναλύσει σωστά αυτά τα νούμερα. Η στρατηγική αυτή μπορεί βραχυπρόθεσμα να «πουλάει» στον «καταναλωτή», ο οποίος με την σειρά του είναι εθισμένος στην υπεραπλουστευτική ερμηνεία επιστημονικών και μεθοδολογικών εργαλείων, αλλά μακροπρόθεσμα οδηγεί σε περεταίρω μείωση της εμπιστοσύνης του κόσμου προς τους δημοσιογράφους από τη μία και σε συνεχόμενα στρατηγικά πολιτικά λάθη από την άλλη, τα οποία μπορούν να αποβούν μοιραία.

Οι πρόσφατες Βρετανικές εκλογές πρέπει να γίνουν μάθημα. Οι απανταχού πολιτικοί θα πρέπει να πάψουν να σκέφτονται 365 ημέρες τον χρόνο για 4 χρόνια με βάση τις δημοσκοπήσεις και να αντικαθιστούν το αφήγημά τους με το πόσο μπροστά ή πίσω βρίσκονται στις δημοσκοπήσεις. Από την άλλη, τα media θα πρέπει επιτέλους να σταθούν με σοβαρότητα σε ζητήματα πολιτικής και οι δημοσκόποι να πάψουν να επιζητούν καριέρα τηλεοπτικού αστέρα-μέντιουμ, σερβίροντας εν γνώσει τους αμφιλεγόμενα συμπεράσματα.