Τελικά πόσο μεγάλη ήταν η αποχή;


«Η Βουλή που αναδεικνύεται από τις εκλογές δεν αντιπροσωπεύει πάνω από το 50% των πολιτών», υπογράμμισε χθες σε δηλώσεις της η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Αφορμή ήταν τα υψηλά ποσοστά αποχής από τις κάλπες της Κυριακής.
Ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα τέτοιες δηλώσεις;

Είναι γεγονός πως η αποχή σε αυτές τις εκλογές έπιασε «ταβάνι». 5.6% αυξήθηκε σε σχέση με το Δημοψήφισμα του Ιουνίου και 7% από τις Εθνικές Εκλογές του Ιανουαρίου. Συγκεκριμένα, η αποχή έφτασε στο 43.4%, το μεγαλύτερο ποσοστό σε Εθνικές Εκλογές τουλάχιστον από το 2009 και το δεύτερο μεγαλύτερο σε εκλογικές διαμάχες από τις Ευρωεκλογές του 2009.

Είναι γεγονός πως η αποχή στο 43.4% είναι ένα ιδιαίτερο μήνυμα στον πολιτικό κόσμο. Μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκλογές δεύτερου τύπου, όπου το ενδιαφέρον πάντα είναι δικαιολογημένα μειωμένο. Εκφράσεις όμως περί εκλογών του 50% είναι ατυχείς, και αυτό εξαιτίας μίας σειρά παραγόντων που θα πρέπει να υπολογίζονται στις αναλύσεις για την αποχή.

1. Ένα μεγάλο ποσοστό της αποχής κλασικά είναι πλασματικό. Αυτό οφείλεται στον μη καθαρισμό των εκλογικών καταλόγων, αλλά και σε μέλη της διασποράς, τα οποία είναι μεν εγγεγραμμένα στους καταλόγους της πατρίδας τους, έχουν όμως ελάχιστη συμμετοχή στις εκλογές.

2. Όπως το 2012 έτσι και σήμερα η αποχή από τις εκλογές προκλήθηκε και εξαιτίας της χρονικής απόστασης μεταξύ των εκλογικών αναμετρήσεων. Τρεις εκλογικές αναμετρήσεις μέσα στον ίδιο χρόνο σίγουρα έπεσαν «βαριές» σε όσους κάθε φορά αναγκάζονται να ταξιδέψουν από τον τόπο διαμονής τους στον τόπο καταγωγής τους. Ένα ταξίδι που επηρεάζει και οικονομικά και επαγγελματικά τις οικογένειες.

3. H υψηλή αποχή στις εκλογές δεν δίνει πάντοτε χαμηλή αξία στο εκλογικό αποτέλεσμα. Με αποχή 47.5% οι Ευρωεκλογές του 2009 ήταν ικανές να ανατρέψουν την κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή. Θα πρέπει να αναλύσουμε πρώτα τους πραγματικούς λόγους που οδήγησαν στην αποχή και την κομματική προέλευση της, στοιχεία που πρόκειται να μας δώσουν τα Exit Polls και οι δημοσκοπήσεις.