Μία πρωτοχρονιάτικη ιστορία.


Κάπου θα πήγαινα μα δεν θυμάμαι που. Σε κάποιο σπίτι με είχαν καλέσει για να αλλάξουμε τον χρόνο. Ο χρόνος θα έφευγε σε λίγα λεπτά μα εγώ τώρα, τελευταία στιγμή, είχα αποφασίσει πως θα πήγαινα.
Περπατώντας πέρασα έξω από το σπίτι του. Καθόταν μόνος στο παλιό ξύλινο παγκάκι. Φορούσε μία πανάθλια αθλητική φόρμα που άφηνε ακάλυπτο ένα μέρος από το γόνατο του, εξαιτίας ενός μεγάλου σχισίματος. Τα μακριά μαλλιά του ήταν πεσμένα κρύβοντας το πρόσωπό του. Κολλημένα στο κρανίο. Στα χέρια του κρατούσε ένα μικρό χαρτάκι που απασχολούσε τα δάκτυλά του. Δίπλα του στεκόταν ένα χάρτινο ποτήρι καφέ. Από πότε να ήταν άραγε εκεί; Εγκλωβισμένος.
Με πρόσεξε και με χαιρέτησε. Πήγα και κάθισα για λίγο δίπλα του.

«Θα σε έβαζα μέσα αλλά δεν έχω ακόμα καθαρίσει από την ακαταστασία που μου προκάλεσε η αστυνομία». Κοιτώντας τον έκπληκτος τον ρώτησα πώς και δεν είχε ακόμα καθαρίσει. «Δεν έχω την δύναμη. Εξάλλου συνεχίζω μόνος μου την έρευνα και δεν μου μένει χρόνος». «Δεν πρόκειται να το αφήσω αυτό να περάσει. Να το ξέρεις».
Ήθελα να του ρίξω ένα χαστούκι και να του φωνάξω με όλη την δύναμή.
Έριξα μία ματιά στα σπίτι. Βασανισμένο, βουβό, σκοτεινό. Λες και το αίμα είχε εμποτίσει τους τοίχους και είχε φτάσει χαμηλά έως τα θεμέλια.
Δεν είπα τίποτα. Τον χτύπησα στον ώμο και σηκώθηκα να φύγω.
«Καλή χρονιά», μου είπε.
Πόσες φορές θα είχε επαναληφθεί αυτή η σκηνή;

Συνεχίζοντας τον δρόμο μου κατά την πορεία σκεπτόμουν συνέχεια τον Δεκέμβριο εκείνο. Τι έτος μας έμπαινε; Πρέπει να είχαν περάσει περίπου δεκατρία χρόνια.
Πολύχρωμα, φωτεινά πυροτεχνήματα ξεχύθηκαν στον ουρανό.
Πάει και αυτή η χρονιά.


Εικόνα του Victor Bezrukov (flickr)