To κοράκι.
Εικόνα: Nick Kontostavlakis
-
Μετάφραση του ποιήματος The Raven του Edgar Allan Poe από τον Μαρίνο Σίγουρο.
Μες στ' άγρια μεσάνυχτα που ίσκιοι κρυφοδιαβαίνουν
Ήμουν μονάχος, γέρνοντας το βάρυπνο κεφάλι
Σ' ένα βιβλίο σιβυλλικό. Και σαν σε ονειροζάλη
Ήχους μακρόσυρτους γρικώ που κούφιοι σιγοσβένουν.
Κι είπα "Στην θύρα μην κανείς ανάλαφρα χτυπάει;
Όχι. Δεν θα 'ναι τίποτε και ο άνεμος θα φυσάει".
Άγριος χειμώνας ήτανε, δεν θα το λησμονήσω,
Τους ίσκιους αργοσάλευτους μες στη φωτιά θωρούσα.
Ποθούσα να 'ρθει χαραυγή κι ανώφελα ζητούσα
Τη λήθη στα χαρτιά να βρω, τη θλίψη μου να σβήσω.
Οι άγγελοι στον ουρανό μιλούν μ' εκείνη τώρα,
Κι εδώ στη γη κανένας πια δεν κράζει την Λενόρα.
Στη σιγαλιά σαν απαλό θρόισμα κάτι περνάει
Τις κόκκινες μετάξινες κουρτίνες κάποιος σέρνει
Και τρόμος πρωταγρίκητος και τρίσβαθος με δέρνει,
Και για να πάψει η φτωχή καρδιά μου να χτυπάει,
Είπα: "Δεν είναι τίποτε, μπορεί κανένας ξένος
Να κρούει τη θύρα, άγνωστος και νυχτοπλανεμένος".
Έτσι το φόβο έδιωξα και πήρα λίγο θάρρος.
"Όποιος και να 'σαι φώναξα, για πες μου τι γυρεύεις;
Αθόρυβα πως μπόρεσες εδώ ψηλά ν' ανέβεις;
Δεν σ' άκουσα, δεν σ' ένιωσα γιατί στου ύπνου το βάρος
Έγερνε το κεφάλι μου". Και πάω μ'ανατριχίλα
Ν' ανοίξω. Κι ήτανε βαθιά σιγή, πυκνή μαυρίλα.
Κι εκοίταξα τη σκοτεινιά σα να 'βλεπα τον Άδη
Σε όνειρο πρωτοφάνταστο φριχτά ζωγραφισμένο
Που άλλη φορά μάτια θνητού δεν το 'χαν ιδωμένο.
Άφεγγη νύχτα. Και γρικώ, μες στο βουβό σκοτάδι,
"Λενόρα", μια βραχνόσυρτη φωνή να λέει "Λενόρα"
κράζω κι εγώ κι ο αντίλαλος, μαζί την ίδια ώρα.
Γύρισα μέσα. Μ' έκαιγεν ο νους μου σαν καμίνι.
Πιο δυνατά και πιο ψηλά γρίκησα να χτυπάνε.
Κι είπα: "Στο παραθύρι μου βροντούν και κάποιος θα 'ναι,
Ας πάω να ιδώ, το μυστικό πρέπει να ξεδιαλύνει,
Δε θα ησυχάσω πριν ιδώ τι γίνεται εδώ πέρα
Ή μήπως είναι μοναχά το βογγητό του αγέρα;"
Με τρόμο έτρεξα γοργά ν' ανοίξω, και ξανοίγω
-
Σαν από τον παλιό καιρό μαυρόφτερο να μπαίνει
Κοράκι αργοσάλευτο που ατάραχο πηγαίνει,
Σαν άρχοντας περήφανος και ούτε κοιτάζει λίγο.
Πετάει με τα βαριά φτερά που δεν τ' αναταράζει,
Στο ανώφλι, πλάι στην προτομή της Αθηνάς κουρνιάζει.
Το μαύρο μεγαλόπρεπο πουλί κοιτάζω τώρα
Κι η άρρωστη φαντασία μου ποθεί να το περιγελάσει.
Κι έτσι του λέω "Θα 'χεις καρδία που δεν έχει δειλιάσει,
Αλλά δεν έχεις φτερωτο κράνος. Πες μου απ' τη χώρα
Του Πλούτωνα πώς ξέφυγες; κι εκεί πώς σε ονομάζουν;"
Και μου αποκρίθη Ποτέ πια πως οι νεκροί το κράζουν.
Αν και τα λόγια του θαρρώ πως ήσαν
Άστοχα, δίχως νόημα, παράξενο μου εφάνη
Πως μ' ένιωσε. Κι η απόκριση πού μου' δωσε δεν μου φτάνει,
Γιατί βαθιά μου απαντοχές απόκοσμες ξυπνήσαν.
Ποιός είδε κόρακα να 'ρθεί νύχτα στην κάμαρα του,
Να λέει με ανθρώπινη φωνή Ποτέ πια το όνομά του;
Στην προτομή της Αθηνάς στέκει και δεν σαλεύει,
Χωρίς να βγάζει μια πνοή σα να είχε ξεψυχήσει,
Μόνο τα δύο λόγια αυτά τα είχε αποστηθίσει
Και τώρα μήτε ένα φτερό σιγά δεν αναδεύει.
Είπα κι οι φίλοι μ' άφησαν και κάθε ελπίδα πάει,
Αύριο και αυτό γοργοπετά, Ποτέ πια μου απαντάει.
Άκουσα την απόκριση σαν αποσβολωμένος.
"Οι μόνες λέξεις θα 'ναι αυτές, λέξεις καταραμένες,
Που ο πρωτινός αφεντης σου στις έχει μαθημένες,
Γιατί απ' τη Μοίρα τη σκληρή θα 'ταν κατατρεγμένος,
Κι έτσι σαν θλιβερός ρυθμός τα λόγια σου αντηχούνε,
Νεκρές ελπίδες Ποτέ πια σα να μοιρολογούνε."
Πικρά στο άχαρο πουλί τότε χαμογελάω,
Κι απέναντί του κάθησα βαθιά συλλογισμένος
Πάντα στους μαύρους στοχασμούς του πόνου βυθισμένος,
Ζητώ να βρω τι κρύβουνε τα λόγια που γρικάω
Του κολασμένου κορακιού σαν μοιρολόι θανάτου
Που αιώνια σκούζει Ποτέ πια με τη στριγγή λαλιά του.
Ήμουν βουβός στον πιο βαθύ καημό παραδομένος
Κι έπλαθε μαύρους λογισμούς μύριους η φαντασιά μου.
Η αστραφτερή του κορακιού ματιά μες στην καρδιά μου
Έφτανε και με φλόγιζε. Κι έμενα καθισμένος,
Κάτω απ' το φως του λυχναριού γέρνοντας το κεφάλι,
Εκεί που η κόρη Ποτέ πια δε θα γυρίσει πάλι.
Γύρω πυκνώνει λιβανιού καπνός ευωδιασμένος
Σαν απο κάποιο θυμιατό που άγγελος το κρατούσε
Και αργά στο μαλακόχνουδο χαλί αλαφροπατούσε.
Και τότες κράζω "Είναι άγγελος απο το Θεό σταλμένος,
Τη μνήμη να παρηγορεί, λησμόνα τη Λενόρα.
Ποτέ πια με στριγγή φωνή μου ξανασκούζει τώρα.
"Μαύρο πουλί, του Πειρασμού που προμηνάς την πλάνη",
του φώναξα, "θα σ' έστειλε της κόλασης το αγέρι,
Της θύελλας το ατρόμητο πνεύμα σ' έχει φέρει
Εδώ που η φρίκη κατοικεί, πες μου θα βρω βοτάνι
Για την πληγή που μου άνοιξε του πόνου το σαράκι",
Και τώρα πάλι Ποτέ πια μου κράζει το κοράκι.
"Προφήτη εσύ της συμφοράς, πουλί καταραμένο",
Του φώναξα, "με όρκο φριχτό και ουράνιο θα σε δέσω:
Στα μέρη της Εδέμ, εκεί ψηλά, άραγε θα μπορέσω,
Πες τώρα εσύ στο πνεύμα μου το άχαρο, το θλιμμένο,
Της κόρης την ιερή ψυχή να κλείσω μες στα στήθη;"
Και το πουλί στριγγόφωνα Ποτέ πια μου αποκρίθη.
Τινάχτηκα κι ανάκραξα "Τώρα μας ξεχωρίζει
Αυτός ο λόγος σου, πουλί, δαίμονα του θανάτου,
Ρίξου πάλι στην άβυσσο, στον άλλον κόσμο κάτου,
Και εδώ να μην βρεθεί φτερό σ' εμέ να σε θυμίζει.
Απ' την καρδιά το ράμφος σου πάρε, που την σπαράζει,
Φύγε από κει". Μα το πουλί Ποτέ πια ξανακράζει.
της κακής ώρας τ' όρνεο στοίχειωσε κι έχει μείνει
Στης Αθηνάς την προτομή και πια δεν φτερουγίζει΄
Στο βλέμμα του σατανικό όνειρο λαμπυρίζει.
Κι όταν ο λύχνος πάνω του λάμψη θαμπή ξεχύνει
Το φάντασμά του δείχνωντας, στον ίδιο ίσκιο δένει
Και τη θλιμμένη μου ψυχή για πάντα σκλαβωμένη.
-
Μετάφραση του ποιήματος The Raven του Edgar Allan Poe από τον Μαρίνο Σίγουρο.
Ήμουν μονάχος, γέρνοντας το βάρυπνο κεφάλι
Σ' ένα βιβλίο σιβυλλικό. Και σαν σε ονειροζάλη
Ήχους μακρόσυρτους γρικώ που κούφιοι σιγοσβένουν.
Κι είπα "Στην θύρα μην κανείς ανάλαφρα χτυπάει;
Όχι. Δεν θα 'ναι τίποτε και ο άνεμος θα φυσάει".
Άγριος χειμώνας ήτανε, δεν θα το λησμονήσω,
Τους ίσκιους αργοσάλευτους μες στη φωτιά θωρούσα.
Ποθούσα να 'ρθει χαραυγή κι ανώφελα ζητούσα
Τη λήθη στα χαρτιά να βρω, τη θλίψη μου να σβήσω.
Οι άγγελοι στον ουρανό μιλούν μ' εκείνη τώρα,
Κι εδώ στη γη κανένας πια δεν κράζει την Λενόρα.
Στη σιγαλιά σαν απαλό θρόισμα κάτι περνάει
Τις κόκκινες μετάξινες κουρτίνες κάποιος σέρνει
Και τρόμος πρωταγρίκητος και τρίσβαθος με δέρνει,
Και για να πάψει η φτωχή καρδιά μου να χτυπάει,
Είπα: "Δεν είναι τίποτε, μπορεί κανένας ξένος
Να κρούει τη θύρα, άγνωστος και νυχτοπλανεμένος".
Έτσι το φόβο έδιωξα και πήρα λίγο θάρρος.
"Όποιος και να 'σαι φώναξα, για πες μου τι γυρεύεις;
Αθόρυβα πως μπόρεσες εδώ ψηλά ν' ανέβεις;
Δεν σ' άκουσα, δεν σ' ένιωσα γιατί στου ύπνου το βάρος
Έγερνε το κεφάλι μου". Και πάω μ'ανατριχίλα
Ν' ανοίξω. Κι ήτανε βαθιά σιγή, πυκνή μαυρίλα.
Κι εκοίταξα τη σκοτεινιά σα να 'βλεπα τον Άδη
Σε όνειρο πρωτοφάνταστο φριχτά ζωγραφισμένο
Που άλλη φορά μάτια θνητού δεν το 'χαν ιδωμένο.
Άφεγγη νύχτα. Και γρικώ, μες στο βουβό σκοτάδι,
"Λενόρα", μια βραχνόσυρτη φωνή να λέει "Λενόρα"
κράζω κι εγώ κι ο αντίλαλος, μαζί την ίδια ώρα.
Γύρισα μέσα. Μ' έκαιγεν ο νους μου σαν καμίνι.
Πιο δυνατά και πιο ψηλά γρίκησα να χτυπάνε.
Κι είπα: "Στο παραθύρι μου βροντούν και κάποιος θα 'ναι,
Ας πάω να ιδώ, το μυστικό πρέπει να ξεδιαλύνει,
Δε θα ησυχάσω πριν ιδώ τι γίνεται εδώ πέρα
Ή μήπως είναι μοναχά το βογγητό του αγέρα;"
Με τρόμο έτρεξα γοργά ν' ανοίξω, και ξανοίγω
-
Σαν από τον παλιό καιρό μαυρόφτερο να μπαίνει
Κοράκι αργοσάλευτο που ατάραχο πηγαίνει,
Σαν άρχοντας περήφανος και ούτε κοιτάζει λίγο.
Πετάει με τα βαριά φτερά που δεν τ' αναταράζει,
Στο ανώφλι, πλάι στην προτομή της Αθηνάς κουρνιάζει.
Το μαύρο μεγαλόπρεπο πουλί κοιτάζω τώρα
Κι η άρρωστη φαντασία μου ποθεί να το περιγελάσει.
Κι έτσι του λέω "Θα 'χεις καρδία που δεν έχει δειλιάσει,
Αλλά δεν έχεις φτερωτο κράνος. Πες μου απ' τη χώρα
Του Πλούτωνα πώς ξέφυγες; κι εκεί πώς σε ονομάζουν;"
Και μου αποκρίθη Ποτέ πια πως οι νεκροί το κράζουν.
Αν και τα λόγια του θαρρώ πως ήσαν
Άστοχα, δίχως νόημα, παράξενο μου εφάνη
Πως μ' ένιωσε. Κι η απόκριση πού μου' δωσε δεν μου φτάνει,
Γιατί βαθιά μου απαντοχές απόκοσμες ξυπνήσαν.
Ποιός είδε κόρακα να 'ρθεί νύχτα στην κάμαρα του,
Να λέει με ανθρώπινη φωνή Ποτέ πια το όνομά του;
Στην προτομή της Αθηνάς στέκει και δεν σαλεύει,
Χωρίς να βγάζει μια πνοή σα να είχε ξεψυχήσει,
Μόνο τα δύο λόγια αυτά τα είχε αποστηθίσει
Και τώρα μήτε ένα φτερό σιγά δεν αναδεύει.
Είπα κι οι φίλοι μ' άφησαν και κάθε ελπίδα πάει,
Αύριο και αυτό γοργοπετά, Ποτέ πια μου απαντάει.
Άκουσα την απόκριση σαν αποσβολωμένος.
"Οι μόνες λέξεις θα 'ναι αυτές, λέξεις καταραμένες,
Που ο πρωτινός αφεντης σου στις έχει μαθημένες,
Γιατί απ' τη Μοίρα τη σκληρή θα 'ταν κατατρεγμένος,
Κι έτσι σαν θλιβερός ρυθμός τα λόγια σου αντηχούνε,
Νεκρές ελπίδες Ποτέ πια σα να μοιρολογούνε."
Πικρά στο άχαρο πουλί τότε χαμογελάω,
Κι απέναντί του κάθησα βαθιά συλλογισμένος
Πάντα στους μαύρους στοχασμούς του πόνου βυθισμένος,
Ζητώ να βρω τι κρύβουνε τα λόγια που γρικάω
Του κολασμένου κορακιού σαν μοιρολόι θανάτου
Που αιώνια σκούζει Ποτέ πια με τη στριγγή λαλιά του.
Ήμουν βουβός στον πιο βαθύ καημό παραδομένος
Κι έπλαθε μαύρους λογισμούς μύριους η φαντασιά μου.
Η αστραφτερή του κορακιού ματιά μες στην καρδιά μου
Έφτανε και με φλόγιζε. Κι έμενα καθισμένος,
Κάτω απ' το φως του λυχναριού γέρνοντας το κεφάλι,
Εκεί που η κόρη Ποτέ πια δε θα γυρίσει πάλι.
Γύρω πυκνώνει λιβανιού καπνός ευωδιασμένος
Σαν απο κάποιο θυμιατό που άγγελος το κρατούσε
Και αργά στο μαλακόχνουδο χαλί αλαφροπατούσε.
Και τότες κράζω "Είναι άγγελος απο το Θεό σταλμένος,
Τη μνήμη να παρηγορεί, λησμόνα τη Λενόρα.
Ποτέ πια με στριγγή φωνή μου ξανασκούζει τώρα.
"Μαύρο πουλί, του Πειρασμού που προμηνάς την πλάνη",
του φώναξα, "θα σ' έστειλε της κόλασης το αγέρι,
Της θύελλας το ατρόμητο πνεύμα σ' έχει φέρει
Εδώ που η φρίκη κατοικεί, πες μου θα βρω βοτάνι
Για την πληγή που μου άνοιξε του πόνου το σαράκι",
Και τώρα πάλι Ποτέ πια μου κράζει το κοράκι.
"Προφήτη εσύ της συμφοράς, πουλί καταραμένο",
Του φώναξα, "με όρκο φριχτό και ουράνιο θα σε δέσω:
Στα μέρη της Εδέμ, εκεί ψηλά, άραγε θα μπορέσω,
Πες τώρα εσύ στο πνεύμα μου το άχαρο, το θλιμμένο,
Της κόρης την ιερή ψυχή να κλείσω μες στα στήθη;"
Και το πουλί στριγγόφωνα Ποτέ πια μου αποκρίθη.
Τινάχτηκα κι ανάκραξα "Τώρα μας ξεχωρίζει
Αυτός ο λόγος σου, πουλί, δαίμονα του θανάτου,
Ρίξου πάλι στην άβυσσο, στον άλλον κόσμο κάτου,
Και εδώ να μην βρεθεί φτερό σ' εμέ να σε θυμίζει.
Απ' την καρδιά το ράμφος σου πάρε, που την σπαράζει,
Φύγε από κει". Μα το πουλί Ποτέ πια ξανακράζει.
της κακής ώρας τ' όρνεο στοίχειωσε κι έχει μείνει
Στης Αθηνάς την προτομή και πια δεν φτερουγίζει΄
Στο βλέμμα του σατανικό όνειρο λαμπυρίζει.
Κι όταν ο λύχνος πάνω του λάμψη θαμπή ξεχύνει
Το φάντασμά του δείχνωντας, στον ίδιο ίσκιο δένει
Και τη θλιμμένη μου ψυχή για πάντα σκλαβωμένη.