|
Flickr: Tom Sk. / Manekens, Helsinki 2011 |
Κέντρο. Μπροστά από ένα μαγαζί ρούχων, σε μία μικρή γωνιά του φόντου. Εκεί την είδα. Το γέλιο της μαρμάρινο, πιο μαρμάρινο από ποτέ. Την κοίταξα στα μάτια. Την κοίταξα στα μάτια που συνάντησαν ότι πιο όμορφο, ότι πιο κακό, ότι πιο άσχημο. Για χρόνια στυλωμένη στο ίδιο σημείο. Εκεί. Έτσι να κοιτά τον κόσμο. Κόσμο να περνά, να στέκεται. Κόσμο να χαίρετε, να λυπάται, να γελάει και να κλαίει. Κόσμο να μην έχει που να πάει. Κόσμο να πετά. Κόσμο να θρηνεί. Παιδιά με φανταχτερά χαμόγελα και παιδιά ενήλικα. Οικογένειες είχε δει πολλές. Ξεριζωμένους είχε δει πολλούς. Γνώρισε την πολυτέλεια. Γνώρισε τον δρόμο. Ανθρώπους να θάβονται είχε δει. Μακάρια. Μέσα βαθιά στο βρόμικο τσιμέντο της πόλης. Ανθρώπους με σημαίες και ανθρώπους με μαντήλια.
Και απλά καθόμουν και την κοίταγα. Πίσω από το τζάμι. Ανέκφραστη. Πλαστική και άδεια. Ένα δάκρυ γεννήθηκε στα βλέφαρά της και κύλισε στο πλαστικό, ψυχρό μάγουλό της.
Την προσπέρασα και έφυγα.
Για πάντα.