Δεν θα αντέξω άλλο.
Το πρωί ξύπνησα αργά. Βαθιά όνειρα με είχαν τραβήξει μέσα σε έναν σκοτεινό βούρκο. Άνοιξα τα μάτια μου και προσπάθησα να αναπνεύσω. Πνιγόμουν. Ένιωθα να τρέμω. Μεγάλες σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν από το μέτωπό μου και μου προκαλούσαν ένα οξύ βασανιστικό ρίγος. Άνοιξα το στόμα μου και ξαναπροσπάθησα. Πείρα λίγο αέρα μα δεν μου έφτανε. Με τις λιγοστές δυνάμεις που μου είχαν απομείνει σηκώθηκα από το κρεβάτι. Πήγα στο μπάνιο και έριξα στο πρόσωπό μου άφθονο νερό. Με φόρα χτύπησα το κεφάλι μου στον τοίχο. Ξανά και ξανά. Σέρνοντας το βήμα μου κατέβηκα τα σκαλιά. Άναρθρες φωνές έβγαιναν από μέσα μου. Φώναζα κάποιον; Κάτι; Τι; Έκοψα έναν βλαστό από την γλάστρα δίπλα μου και άρχισα να παίζω με αυτόν στο χέρι μου. Τον πηγαινόφερνα στην παλάμη μου ώσπου εντόπισα ένα μυτερό του άκρο. Το κράτησα με πίεση. Έτσι ώστε να μου μπει βαθιά μέσα στο δέρμα. Χύθηκα στον καναπέ. Έπιασα το τηλεκοντρόλ και άρχισα να κλαίω. Δεν ξέρω γιατί. Έκλαιγα. Θρηνούσα μπροστά από το χειριστήριο. Ήμουν σίγουρος πως δεν θα άντ...