«Mellonta Tauta»

Προχθές το βράδυ, προσπαθώντας να βρω κάτι να διαβάσω, έπεσα και πάλι πάνω στον Edgar Allan Poe και στο διήγημα «Mellonta Tauta», το οποίο αγνοούσα.

Πρόκειται για ένα αφήγημα σε μορφή επιστολής, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1849 στο περιοδικό «Godey’s Lady Book» και το οποίο θεωρείται πρωτόλειο δείγμα επιστημονικής φαντασίας, παρουσιάζοντας ένα μέλλον διαφορετικό, στο οποίο έχει οδηγήσει η επιστημονική πρόοδος και οι ιστορικές αλλαγές στον τομέα της διανόησης και της κοινωνίας, μέσα σε μία χιλιετία. Περισσότερο όμως μοιάζει με ένα σατιρικό «παιχνίδι» του συγγραφέα, ο οποίος ξεκινώντας από το ζήτημα της ημιμάθειας της εποχής του (και κάθε εποχής), ασκεί έντονη κριτική στα φιλοσοφικά ρεύματα, την επιστήμη και τις κοινωνικές τάσεις των ημερών του.


Πρωταγωνίστρια και συγγραφέας των επιστολών είναι η Παντίτα, μία γυναικά η οποία κατά τη διάρκεια μία πληκτικής «κρουαζιέρας» με αερόστατο αποφασίζει να γράψει μία επιστολή σε έναν άγνωστο φίλο της και να του «πουλήσει» μία δήθεν επιστημοσύνη, γεμάτη παρανοήσεις, λάθη και ανοησίες. Οι γνώσεις της κυρίως εστιάζουν στους αρχαίους πολιτισμούς των «Jurmains», των «Vrinch», των «Inglitch» και των «Amriccans» (υποθέτουμε των Γερμανών, των Γάλλων, των Άγγλων και των Αμερικανών). Πηγή της γνώσης της κάποιος κύριος Pundit (=δάσκαλος/ειδικός), ο οποίος ειδικεύετε στους αρχαίους πολιτισμούς και όλη τη μέρα προσπαθεί να την πείσει ότι «οι αρχαίοι Amricans αυτοκυβερνούνταν!» […] Ότι συνυπήρχαν στη βάση μίας ομοσπονδίας του τύπου «ο καθένας για τον εαυτό του», όπως ακριβώς τα τσοπανόσκυλα».

Οι γνώσεις της Παντίτα ξεκινούν από απλά πράγματα, όπως η κατασκευή των αρχαίων αερόστατων, το μπαλόνι των οποίων ήταν από μετάξι («ένα ύφασμα με κύριο συστατικό τα σπλάχνα ενός σκώληκα. Το εν λόγω σκουλήκι το τάιζαν με μούρα – ένα είδος φρούτου σαν το καρπούζι – και όταν πάχαινε αρκετά το έλιωναν σε ένα αλεστήριο. Ο πολτός που προέκυπτε ονομαζόταν πάπυρος και έπειτα από μία πολύπλοκη διαδικασία γινόταν το μετάξι»), και φτάνουν ως τη φιλοσοφία και την αστρονομία.

Δεν γράφει μόνο βλακείες όμως η επιστολή αυτή. Είναι ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει συνοπτικά τις θεωρίες του φιλόσοφου και ιδιοκτήτη καταστήματος με γούνες, Charles Fourrier (fur = γούνα), του Ινδουιστή ή Τούρκου Aries Tottle (=Κριός Τριπόδης, εννοώντας τον Αρισ-τοτέλη), του Neuclid (=Ευκλείδης), του Cant και του Hog (=Χοίρος, εννοώντας τον Φράνσις Μπέικον), προχωρώντας στην κριτική του θεωρητικού ρεύματος του Εμπειρισμού και της επαγωγικής συλλογιστικής («αυτοί οι άνθρωποι τυφλώνονταν από τις λεπτομέρειες»). Ή ο τρόπος με τον οποίο διακωμωδεί τα γραπτά του «Μiller ή Μιλλ» (=John Stuart Mill), o οποίος πρόκειται για τον «πιο σώφρων από τους λογικούς φιλοσόφους» των αρχαίων. Μέσα στο πλαίσιο αυτό φαίνεται σαν ο Πόε να προσπαθεί κάτι ουσιαστικό να πει, προτείνοντας ένα νέο θεωρητικό πλαίσιο, αυτό της Φαντασίας. Φυσικά, όλες αυτές οι σκέψεις αναλύονται τόσο απολαυστικά γελοία που σε εξοργίζουν με τον τόπο με τον οποίο δοκιμάζει τους αναγνώστες του.

Η Παντίτα, ως μέλλος μίας εξελιγμένης κοινωνίας του μέλλοντος, απορεί για το γεγονός πως οι αρχαίοι πρόγονοί τις θεωρούσαν τον πόλεμο και τον λοιμό καταστροφές και αναρωτιέται: «Ήταν άραγε τόσο τυφλοί ώστε να μην αντιλαμβάνονται ότι ο αφανισμός μυριάδων ατόμων αποτελεί ιδιαιτέρως θετική εξέλιξη για τη μάζα;». Και όταν βλέπει απ’ το αερόστατό της ένα ναυαγό να θαλασσοπνίγεται, χωρίς τα περαστικά καράβια να επιχειρούν να τον διασώσουν, πανηγυρίζει: «Πανηγυρίζω φίλε μου, επειδή ζούμε σε μία τόσο φωτισμένη εποχή ώστε να αδιαφορεί για την ύπαρξη της οντότητας που ονομάζεται άτομο. Διότι αυτό για το οποίοι ενδιαφέρεται η πραγματική Ανθρωπότης είναι η μάζα».

Πολιτικά, την εποχή κατά την οποία ο κόσμος φορτώνεται σε αερόστατα και κάνει ταξίδια μηνών, η Δημοκρατία έχει καταρρεύσει, ως σύστημα που ευνοούσε την απάτη, και ο κόσμος κυβερνάται από έναν Αυτοκράτορα ο οποίος σκοπεύει να μετατρέψει το Μανχάταν σε ένα κήπο για το παλάτι του. Ελάχιστες πληροφορίες διασώζονται για τους αρχαίους πολιτισμούς της γης αυτής, εκτός του ότι οι κάτοικοι της «είχαν προσβληθεί από μία μονομανία να χτίζουν κάτι κτίρια τα οποία ονομάζονταν εκκλησίες και τα οποία προορίζονταν για τη λατρεία δύο ειδώλων που ονομάζονταν Πλούτος και Μόδα».

Είναι εκπληκτικό το πώς ο Πόε σε βάζει σε σκέψεις ενάμιση αιώνα μετά τη πρώτη δημοσίευση του «Μέλλοντος Ταύτα». Από την μία, ο τρόπος με τον οποίο εντοπίζει και σατιρίζει τα ιδεολογικά και επιστημονικά συστήματα τα οποία καθόρισαν την εξέλιξη του κόσμου έως σήμερα. Συστήματα τα οποία επικράτησαν σε τέτοιο βαθμό τον αιώνα που ακολούθησε, ώστε σήμερα όχι απλά να τα αναγνωρίζουμε αλλά να ζούμε μέσα σε αυτά. Από την άλλη, η ευκολία με την οποία η πρωταγωνίστρια μετατρέπει την ημιμάθεια της σε θεωρία, ακολουθώντας μία αμφιλεγόμενη διάνοια την οποία τυχαία συνάντησε. Η ημιμάθεια δεν τα κατάφερνε ποτέ καλύτερα απ’ ότι στις μέρες μας, όπου γίνεται Φιλοσοφία, Πολιτική, Πρωτοσέλιδα, Μόδα.

Απολαυστικό είναι και το τέλος του διηγήματος, όταν η Παντίτα σταματάει την επιστολή της, καθώς περιμένει το αερόστατό της να πέσει στη θάλασσα λόγω βλάβης. «Μέχρι να ξανασυναντηθούμε, αντίο. Είτε θα λάβεις είτε όχι αυτή την επιστολή μικρή σημασία έχει, καθώς την έγραψα αποκλειστικά για δική μου ευχαρίστηση. Ωστόσο θα σφραγίσω αυτό το χειρόγραφο σε ένα μπουκάλι και θα το πετάξω στη θάλασσα».

Μα φυσικά!

Βρείτε και διαβάστε το «Mellonta Tauta» διαδικτυακά στο πρωτότυπο και μεταφρασμένο στη συλλογή «Edgar Allan Poe, 21 Ιστορίες και το Κοράκι», που κυκλοφόρησαν το 2013 οι εκδόσεις Μεταίχμιο, σε ανθολόγηση, μετάφραση και σχολιασμό της Κατερίνας Σχινά.