Κέρδη και απώλειες μετά την απόφαση του ΣτΕ.

Ξεκάθαρο το χθεσινό χτύπημα του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της Κυβέρνησης. Ήταν ίσως η πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία που το ανώτατο δικαστήριο έκρινε εξ ολοκλήρου αντισυνταγματικό έναν νόμο, χωρίς να δίνει περιθώρια διόρθωση του. Και πρόκειται για το ίδιο δικαστήριο που κήρυξε συνταγματικά όλα τα Μνημόνια, όπως και το «μαύρο» στην ΕΡΤ. Το χτύπημα ήταν πολιτικό και αμυντικό. Και καίριο. Μπορεί η πρόθεση της Κυβέρνησης να ήταν αγαθή αλλά η αποτυχία της τεράστια. Καλείται τώρα να διαχειριστεί μία επικοινωνιακή λαίλαπα που θα εξαπολυθεί εναντίον της από τα ΜΜΕ.

Το κείμενο αυτό το γράφω αργά το βράδυ, δίχως γνώση του τι θα επακολουθήσει με το φώς της μέρας. Πολύ πρόχειρα θα προσπαθήσω να δώσω την εικόνα μου σχετικά με επικοινωνιακά-πολιτικά κέρδη και απώλειες για τα στρατόπεδα και τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης «Τηλεοπτικές Άδειες».

1) Ο «Νόμος Παππά» κρίθηκε αντισυνταγματικός φέρνοντας την κυβέρνηση αντιμέτωπη με ένα γερό πολιτικό πλήγμα. Η βασική εξαγγελία της κυβέρνησης, και ίσως η μόνη που έμεινε σταθερή, δεν υλοποιείται και η ρύθμιση του τηλεοπτικού πεδίου πηγαίνει ακόμα πιο πίσω. Η κυβέρνηση, προκειμένου να προχωρήσει τον νόμο της αδειοδότησης, ήρθε σε σαφή ρήξη με το σύνολο των τηλεοπτικών σταθμών. Ακόμα και με τους φίλους της. Η μονόμπατη-προπαγανδιστική γραμμή των τηλεοπτικών σταθμών, που πρώτη φορά αντιμετώπισε στο Δημοψήφισμα του 2015, ήρθε και μονιμοποιήθηκε, ιδιαίτερα μετά την διαδικασία της δημοπρασίας. Αυτή την ίδια εικόνα είναι που τώρα θα πρέπει να μάθει να αντιμετωπίζει για τουλάχιστον τον επόμενο χρόνο, και μάλιστα από μειονεκτική θέση. Ακόμα, η απόφαση του ΣτΕ έρχεται σε μία περίοδο που η κυβερνητική αδυναμία ελέγχου του κρατικού μηχανισμού γίνεται όλο και εντονότερη, δημιουργώντας αίσθημα ανικανότητας. Η ακύρωση ενός νόμου που τόσο πολύ διαφημίστηκε, σίγουρα θα οξύνει την κριτική αυτή προς της κυβέρνηση.

Παρά όμως το τεράστιο επικοινωνιακό πλήγμα, η κυβέρνηση θα συνεχίσει να έχει κέρδη εξαιτίας της ρητορικής της κατά της διαπλοκής. Θα συνεχίσει σίγουρα να μετράει υπέρ της το γεγονός ότι είναι η πρώτη κυβέρνηση της χώρας που τόλμησε να τα βάλει στα ίσα με του μιντιακό σύστημα και για πρώτη φορά να δημιουργήσει ένα νομικό καθεστώς για την χρήση των δημόσιων συχνοτήτων από ιδιωτικά συμφέροντα. Εξάλλου, εάν κάτι επιβεβαίωσε η απόφαση του ΣτΕ, είναι πως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, παρά την μνημονιακή στροφή της, εξακολουθεί να έχει όλο το «σύστημα» εναντίον της. Για αυτόν τον λόγο η κυβέρνηση θα πρέπει μάλλον να συνεχίσει να επενδύει στο δίπολο «μόνοι μας και όλοι τους», τονίζοντας τον πόλεμο που δέχεται από την διαπλοκή αλλά και την αποδεδειγμένη θέληση για πάταξή της.

2) Στην πλευρά των νικητών έχουμε την αντιπολίτευση. Από το πρωί θα μπορεί να πανηγυρίζει, ζητώντας την παραίτηση του Υπουργού Επικρατείας και στενού συνεργάτη του Πρωθυπουργού, Νίκου Παππά – αν όχι συνολικά της κυβέρνησης. Επιπλέον, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, επιβεβαιώνοντας τη θέση τους περί αντισυνταγματικότητας του «Νόμου Παππά», θα μπορέσουν με νέα επιχειρήματα να υποστηρίξουν  τη ρητορική τους πως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι η πλέον επικίνδυνη για τη Δημοκρατία και το Σύνταγμα.

Παρόλα αυτά, ο τρόπος με τον οποίο τα κόμματα του «στρατοπέδου της λογικής» συντάχθηκαν πλήρως με τα συμφέροντα των καναλαρχών θα συνεχίσει να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην επικοινωνιακή εικόνα τους. Εάν από την υπόθεση των αδειών η κυβέρνηση χάνει σε κύρος, η αντιπολίτευση χάνει σε συμπάθεια, εξαιτίας του ρόλου «συνηγόρου του διαβόλου» που επέλεξε να επιτελέσει. Από το πρωί οι πολίτες ενδεχομένως να γελούν με τα κατορθώματα Τσίπρα, κανένας όμως δεν θα νοιαστεί για τη νομική δικαίωση των τηλεοπτικών βαρόνων και της διαπλοκής. Θα πρέπει από εδώ και πέρα, ΝΔ, Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ να τραβήξουν μία απαραίτητη διαχωριστική γραμμή, υπερασπιζόμενοι τη νομιμότητα στο τηλεοπτικό τοπίο, με όρους που θα διασφαλίζουν το δημόσιο και όχι το ιδιωτικό συμφέρον. Και αφού αυτή η νομιμότητα απαιτεί πια την συγκρότηση του ΕΣΡ, θα πρέπει να κάνουν τα αδύνατα δυνατά προκειμένου αυτό να σχηματισθεί.

3) Ναι, ο Νίκος Παππάς έχασε. Το δεξί χέρι του Πρωθυπουργού του έβγαλε το μάτι. Μπορεί η νομοθέτηση και η υποστήριξη της διαδικασίας να ήταν επιλογή συνολικά της κυβέρνησης και των βουλευτών που την στηρίζουν, όμως ο νόμος έφερε συγκεκριμένο ονοματεπώνυμο. Και συνήθως τους αποτυχημένους νόμους τους χρεώνονται οι Υπουργοί. Ο Νίκος Παππάς βέβαια είναι μία ειδική περίπτωση πολιτικού, που έχει ήδη διαμορφώσει κακούς εχθρούς και καλούς φίλους στη δημόσια σφαίρα, οι οποίοι δεν περιμένουν το ΣτΕ για να τους μεταπείσει. Επιπλέον, όσο μεγάλη και να ήταν η ήττα του, Μαξίμου δίχως Παππά δεν υπάρχει. Παίζω τα ρέστα μου ότι στον αναμενόμενο ανασχηματισμό δεν πρόκειται να κουνηθεί από τη θέση του. Εξάλλου ήδη ανακοίνωσε νομοθετική πρωτοβουλία, που την είχε ήδη έτοιμη, και ποιος άραγε ο καταλληλότερος να την τρέξει;