Επανεξετάζοντας τον Λαϊκισμό.

Του John B. Judis, από το αμερικανικό περιοδικό Dissent

Σήμερα μία σειρά από κόμματα της ευρωπαϊκής αριστεράς τοποθετούν στη βάση της στρατηγικής τους τις θεωρίες του Λακλάου περί «λαϊκισμού».

Ο John Judis είναι πολιτικός επιστήμονας και πολιτικός συντάκτης σε μία σειρά από αμερικανικά δημοκρατικά-προοδευτικά περιοδικά, εφημερίδες και ιστοσελίδες. Το τελευταίο διάστημα κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το βιβλίο του με τίτλο «Η Λαϊκιστική Έκρηξη». Πρόκειται για μία περισσότερο συγκριτική μελέτη του λαϊκιστικού φαινομένου, που ξεκινά από την Αμερική του 19ου αιώνα και φτάνει έως σήμερα. Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στην φθινοπωρινή  έκδοση του αμερικανικού περιοδικού Dissent. Σε αυτό ο John Judis προσπαθεί περιληπτικά να αναλύσει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται η σύγχρονη ευρωπαϊκή αριστερά τον όρο «Λαϊκισμός», περιδιαβαίνοντας τις θεωρίες του Ερνέστο Λακλάου και της Σαντάλ Μουφ.





Τον περασμένο χειμώνα βρέθηκα στην Ισπανία στα πλαίσια της έρευνας μου για τον ευρωπαϊκό και τον αμερικανικό λαϊκισμό. Ο πρώτος άνθρωπος από τον οποίο πήρα συνέντευξη ήταν ο Fernando Román, ένας νεαρός δημοτικός σύμβουλος από το Μανθανάρες, μια πόλη έξω από τη Μαδρίτη. Ο Φερ, όπως τον φωνάζουν, είναι μέλος των Podemos, του αριστερού κόμματος που ήρθε τρίτο με πολύ μικρή διαφορά από τους Σοσιαλιστές (PSOE) και το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα (PP) στις εκλογές του περασμένου Ιουνίου. Είχε μαζί του το βιβλίο «Construir Pueblo» (στα αγγλικά κυκλοφόρησε ως «Podemos: In name of People»), το οποίο και με συμβούλεψε να διαβάσω αν ήθελα να καταλάβω το τι είναι οι Podemos. Όταν επισκέφθηκα ένα βιβλιοπωλείο στη Μαδρίτη, φίλιο προς το κόμμα, σε ένα τραπέζι στο κέντρο βρήκα μία ψηλή στοίβα από αντίτυπα του «Construir Pueblo».
Το βιβλίο μεταφέρει τον διάλογο μεταξύ του τριανταδυάχρονου  Íñigo Errejón, υπεύθυνου στρατηγικής του κόμματος και πολιτικού επιστήμονα στο Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης, και της Σαντάλ Μουφ, της εβδομηντάχρονης Βελγίδας πολιτικού φιλοσόφου, η οποία διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Westminster στην Αγγλία. Η Μουφ είναι γνωστή για την ανάπτυξη της «αγωνιστικής προσέγγισης της δημοκρατίας», στην οποία η δημοκρατία ορίζεται από την σύγκρουση παρά από την συναίνεση, και από την συνεργασία της με τον πρώην σύντροφό της, Ερνέστο Λακλάου. Ο Αργεντινός Ερνέστο Λακλάου, ο οποίος δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Essex, ανέπτυξε τη θεωρία περί λαϊκισμού που ο Φερ και άλλα στελέχη των Podemos θεωρούν ως την βάση της πολιτικής τους. Αυτή η θεωρία περί λαϊκισμού είναι και το θέμα συζήτησης μεταξύ της Μουφ και του Errejón.

Η θεωρητική επιρροή της Μούφ και του Λακλάου δεν περιορίζεται μόνο στην Ισπανία. Ο Γιάνης Βαρουφάκης, πρώην υπουργός Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ και σημερινός επικεφαλής ενός κινήματος για τη μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πήρε το διδακτορικό του από το Essex. Η Περιφερειάρχης Αττικής Ρένα Δούρου και η βουλευτής Φωτεινή Βάκη σπούδασαν επίσης εκεί. Πριν από το θάνατό του το 2014, ο Λακλάου ήταν σύμβουλος δύο Προέδρων της Αργεντινής, του Νέστορ Κίρχνερ και της Κριστίνα Φερνάντες ντε Κίρχνερ. Και οι δύο προέρχονται πολιτικά από το κίνημα των Περονιστών.

Στο έργο τους με τίτλο «Ηγεμονία και Σοσιαλιστική Στρατηγική», ο Λακλάου και η Μουφ απέρριψαν αυτό που ο μαρξιστής Τσαρλς Ράιτ-Μιλλς αποκαλούσε «μεταφυσική της εργασίας». Το πώς δηλαδή ο σοσιαλισμός θα αναδυθεί από την αναπόφευκτη σύγκρουση μεταξύ εργατικής τάξης και καπιταλισμού.
Το 2005 ο Λακλάου, στο βιβλίο του «Η Λογική του Λαϊκισμού», αμφισβήτησε την επικρατούσα ευρωπαϊκή άποψη ότι ο λαϊκισμός περιορίζεται στον πολιτικό ρατσισμό, τον εθνικισμό ή την φασιστική ιδεολογία της άκρας δεξιάς. Αυτός και η σύντροφός του, με μία σειρά παρεμβάσεων, αποσαφήνισαν το πώς ο λαϊκισμός μπορεί να συναντηθεί ταυτόχρονα και στους Podemos και στο Εθνικό Μέτωπο, και στην εκστρατεία του Μπέρνι Σάντερς και στου Ντόναλντ Τράμπ. Και παράλληλα, παρουσίασαν τον αριστερό λαϊκισμό ως τη διάδοχη στρατηγική της παλιάς πολιτικής των σοσιαλιστικών, σοσιαλδημοκρατικών και εργατικών κομμάτων .

Ο Ερνέστο Λακλάου σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες. Κατά την διάρκεια των σπουδών του έγινε ενεργό μέλος της Εθνικής Αριστεράς. Το 1969 πήγε στην Οξφόρδη, μετά από πρόσκληση του μαρξιστή ιστορικού Έρικ Χομπσμπάουμ. Έλαβε το διδακτορικό του από το Essex το 1977, όπου και εντάχτηκε στο ακαδημαϊκό προσωπικό, την περίοδο της δικτατορίας στην Αργεντινή. Η Σαντάλ Μουφ, γεννημένη στο Βέλγιο το 1943, σπούδασε στο Λουβέν, το Παρίσι και το Essex, ενώ δίδαξε στην Μπογκοτά και το Παρίσι πριν από την ένταξή της στο Πανεπιστήμιο του Westminster. Παντρεύτηκε με τον Λακλάου το 1975.

Και οι δύο εντάχτηκα αρχικά στη μαρξιστική αριστερά. Ήρθαν σε επαφή με τον Γάλλο φιλόσοφο και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Λουί Αλτουσέρ, ο οποίος ήταν και καθηγητής της Μουφ, αλλά και οι δύο σταδιακά οδηγήθηκαν στην αμφισβήτηση της μαρξιστικής ορθοδοξίας. Στην περίπτωση του Λακλάου η αμφισβήτηση προερχόταν από την γοητεία που του είχε ασκήσει ο λαϊκισμός του Χουάν Περόν. Για την Μουφ ήταν οι εμπειρίες της από τη Λατινική Αμερική και τη συμμετοχή της στο βρετανικό φεμινιστικό κίνημα, οι οποίες δεν μπορούσαν να αναλυθούν αποκλειστικά υπό το πρίσμα της ταξικής πάλης και του σοσιαλισμού.  Στο «Ηγεμονία και Σοσιαλιστική Στρατηγική», μελετώντας την ιστορία της σοσιαλιστικής στρατηγικής, έθεσαν τα θεωρητικά θεμέλια αυτού που στη συνέχεια ονομάστηκε «μετα-Μαρξισμός».
Ο Λακλάου και η Mουφ, διαπιστώνοντας ότι η σοσιαλιστική αριστερά είχε ξεστρατίσει από τις ιδέες της, ανέλαβαν να αναπτύξουν μια νέα στρατηγική για την «ριζοσπαστική δημοκρατία».
Όταν ο Λακλάου και η Mουφ δημοσίευσαν το 1985 τη μελέτη τους «Ηγεμονία και Σοσιαλιστική Στρατηγική», μέσα στα μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά και εργατικά κόμματα της Ευρώπης υπήρχαν ακόμα αριστερές-μαρξιστικές τάσεις και οργανώσεις που προσπαθούσαν να αναμετρηθούν με τον καπιταλισμό. Τα κόμματα αυτά δεν είχαν ακόμα ενστερνιστεί το δόγμα του «τρίτου δρόμου», που παραμέρισε οποιαδήποτε αναφορά στον σοσιαλισμό. Επιπλέον, μέσα από τη Νέα Αριστερά είχαν προκύψει μια σειρά από κοινωνικά κινήματα. Ο Λακλάου και η Mουφ, διαπιστώνοντας ότι η σοσιαλιστική αριστερά είχε ξεστρατίσει από τις ιδέες της, ανέλαβαν να αναπτύξουν μια νέα στρατηγική για την «ριζοσπαστική δημοκρατία», η οποία ενσωμάτωνε τα νέα αυτά κοινωνικά κινήματα.



Για τον Λακλάου και τη Moυφ το πρόβλημα της σοσιαλιστικής αριστεράς ξεκινούσε από το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το οποίο ήταν το κυρίαρχο σοσιαλιστικό κόμμα της Ευρώπης πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.  Θεωρητικός καθοδηγητής του κόμματος ήταν ο Καρλ Κάουτσκι. Η θεωρία του περί επαναστάσεως, προερχόμενη από τις ιδέες του Μαρξ και του Ένγκελς, έβλεπε την καπιταλιστική περίοδο της ιστορίας να κατευθύνεται από τον ανταγωνισμό μεταξύ μιας συνεχώς μεγαλύτερης εργατικής τάξης και μίας μικρής αλλά εξαιρετικά ισχυρής αστικής τάξης. Τελικά, η εργατική τάξη, που θα αντιμετώπιζε την εξαθλίωση και το χάος από την όλο και επιδεινούμενη οικονομική κρίση, θα αναλάμβανε την κρατική εξουσίας και θα οικοδομούσε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Ο ρόλος των επαναστατών, σύμφωνα με τον Κάουτσκι και τους συντρόφους του, ήταν να καθοδηγήσουν αυτό το ιστορικό κύμα.

Όπως και η αποτίμηση του Λακλάου και της Moυφ, έτσι και ο Λένιν απέρριπτε αυτήν την ιδέα «επανάστασης». Ο Λένιν αποδεχόταν φυσικά ότι η ανάπτυξη της εργατικής τάξης ήταν που θα οδηγούσε σε μια σοσιαλιστική επανάσταση, αλλά υποστήριζε ότι η ήδη πλειοψηφούσα εργατική τάξη θα μπορούσε να καταλάβει την εξουσία μέσω ενός επαναστατικού σοσιαλιστικού κόμματος, το οποίο θα εκπροσωπούσε τόσο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης όσο και των αγροτών. Το επαναστατικό μοντέλο του Κάουτσκι είχε τις ρίζες του στον οικονομικό ντετερμινισμό, ενώ του Λένιν στο παράδειγμα των Γάλλων Ιακωβίνων.

Όμως για τον Λακλάου και τη Moυφ καμία από τις δύο θεωρίες δεν οδήγησαν στα επιθυμητά αποτελέσματα. Από τη μία η παθητικότητα του Κάουτσκι ήταν που συνέβαλε στην εδραίωση του μιλιταρισμού των Κάιζερ και Γουλιέλμου Β’ και στην άνοδο φασιστικών καθεστώτων όπως του Χίτλερ και του Μουσολίνι. Από την άλλη, στο μοντέλο του Λένιν, το κόμμα που θα οδηγούσε στη «δικτατορία του προλεταριάτου» εκφυλίστηκε, οδηγηθήκαμε σε μία δικτατορία της γραφειοκρατίας και στον Σταλινισμό.

Για τους Λακλάου και Moυφ ο Αντόνιο Γκράμσι είναι ο πρώτος θεωρητικός που αντιλαμβάνεται την αποτυχία τόσο του Κάουτσκι όσο και του Λένιν. Ο Γκράμσι επέμεινε στην ανάγκη ενός «ιστορικού μπλοκ» που θα αποτελούταν από την αγροτιά της Νότιας Ιταλίας και την εργατική τάξη της Βόρειας Ιταλίας.  Απέρριψε όμως τον ιακωβινισμό του Λένιν. Ο σοσιαλισμός απαιτεί έναν «πόλεμο θέσεων», στον οποίο ένα σοσιαλιστικό ή κομμουνιστικό κόμμα θα επιδιώξει να επιτύχει την ηγεμονία με τη δημιουργία αντι-θεσμών και μιας αντι-κοσμοθεωρίας σε αντιπαραβολή με εκείνη του καπιταλισμού. Η αστική τάξη, για τον Γκράμσι, δεν απολαμβάνει μόνο το μονοπώλιο της βίας αλλά και της πειθούς και θα πρέπει να χτυπηθεί σε αυτό ακριβώς το μέτωπο.

Λακλάου και Μουφ ενσωματώνουν στο έργο τους τις ιδέες του Γκράμσι για την «ηγεμονία», τον «πόλεμο θέσεων» και τα «ιστορικά μπλοκ». Αλλά απορρίπτουν την ελλειπή του ιδέα περί πολιτικής υπεροχής της εργατικής τάξης. Αντ 'αυτού, το ζευγάρι υποστήριξε ότι η αριστερά πρέπει να οικοδομήσει ένα νέο ιστορικό μπλοκ μέσα από ένα σύνολο διαφορετικών μεταξύ τους τάξεων, που παρατηρούνται στις σύγχρονες κοινωνίες. Τους εργάτες, τους φτωχούς, τα λευκά κολάρα και τα υπαλληλικά στρώματα αλλά και κινήματα όπως ο φεμινισμός, ο αντιρατσισμός, ο αντι-ιμπεριαλισμός και η οικολογία. Μία ομαδοποίηση που δεν μπορεί να αναχθεί στην θεωρία της ταξικής πάλης.

Απέρριψαν επίσης το βασικό πλαίσιο της Μαρξιστικής θεωρίας για την ιστορία.  Απέρριψαν την παραδοχή ότι η προσπάθεια για την ανατροπή του καπιταλισμού και την καθιέρωση του σοσιαλισμού ήταν και θα είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από την ιστορική αλλαγή. Αντ ‘αυτού, υποστήριξαν ότι τα ιδανικά της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της ισότητας, όπως αυτά διαρθρώθηκαν από τη Γαλλική Επανάσταση, δημιουργούν ένα πλαίσιο – για το οποίο χρησιμοποιούν τον όρο «φαντασιακό» – για μια αριστερή πολιτική που επεκτείνει τον αγώνα για τη δημοκρατία από την πολιτική στην οικονομική και την κοινωνική σφαίρα. Δεν απορρίπτουν μια αντικαπιταλιστική πολιτική με στόχο την «κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής», απλώς την βλέπουν ως μία «διάσταση» που συμβαδίζει με τα αιτήματα των κοινωνικών κινημάτων, στα πλαίσια της πάλης ενός ιστορικού μπλοκ για την «ριζοσπαστική δημοκρατία».

Στο βιβλίο «Construir Pueblo», η Μουφ συνοψίζει την προσέγγισή τους:
«Κύρια θέση μας ήταν ότι έπρεπε να αναδιατυπωθεί το “σχέδιο για τον σοσιαλισμό” υπό το πρίσμα της ριζοσπαστικοποίησης της δημοκρατίας. Αυτό μας έδωσε την ώθηση μίας ταυτόχρονης ρήξης τόσο με την παράδοση των Ιακωβίνων, όσο και με τον οικονομικό ντετερμινισμό. Γιατί δεν μπορούμε να μιλάμε για τη ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας χωρίς να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχουν διαφορετικές μορφές υποτέλειας που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια ποικιλία συγκρούσεων, και οι οποίες δεν μπορούν να θεωρηθούν απλώς μία έκφραση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης».

Περιγράφοντας το τι είναι η «ριζοσπαστική δημοκρατία» και το πώς μπορεί να επιτευχθεί, οι Λακλάου και Mουφ επαναλαμβάνουν την απόρριψη τους προς την παλιά σοσιαλιστική στρατηγική. Το τελευταίο κεφάλαιο του «Ηγεμονία και Σοσιαλιστική Στρατηγική» είναι σε μεγάλο βαθμό ένα πλέγμα επεξηγήσεων. Εάν η πάλη υπέρ του σοσιαλισμού και κατά του καπιταλισμού δεν αποτελεί πλέον την ενοποιητική αρχή των κινημάτων της αριστεράς, τι είναι αυτό που θα την αντικαταστήσει; Πώς θα αυτοπροσδιορίζονται οι υποστηρικτές της ριζοσπαστικής δημοκρατίας και πώς θα προσδιορίζουν τους αντιπάλους τους; Η προσπάθεια του Λακλάου και της Μουφ να απαντήσουν σε αυτά τα ερωτήματα και να αναπτύξουν μια πολιτική η οποία θα εξομαλύνει τις επιπτώσεις του «τρίτου δρόμου» της σοσιαλδημοκρατίας, θα τους οδηγήσει στο να αγκαλιάσουν την ιδέα ενός αριστερού λαϊκισμού για την Ευρώπη, πριν από την εμφάνιση των αντίστοιχων κομμάτων στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία.
Η προσπάθεια του Λακλάου και της Μουφ να αναπτύξουν μια πολιτική η οποία θα εξομαλύνει τις επιπτώσεις του «τρίτου δρόμου» της σοσιαλδημοκρατίας, θα τους οδηγήσει στο να αγκαλιάσουν την ιδέα ενός αριστερού λαϊκισμού για την Ευρώπη.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο όρος «λαϊκισμός» προέρχεται από το 1891, έχει χρησιμοποιηθεί ως χαρακτηρισμός κομμάτων και υποψηφίων δεξιών ή αριστερών. Από το Λαϊκό Κόμμα της δεκαετίας του 1890, τον Χούιυ Λονγκ και τον π. Τσάρλς Κοουλιν, έως τον Ρος Περό, τον Πατ Μπουχανάν, τον Μπέρνι Σάντερς και τον Ντόναλντ Τραμπ. Στη Λατινική Αμερική ο όρος συνδέεται στενά με την αριστερά του Χουάν Περόν ή τον σοσιαλισμό του Ούγκο Τσάβες. Αλλά στην Ευρώπη ο όρος «λαϊκισμός» έχει χρησιμοποιηθεί κυρίως με έναν υποτιμητικό τρόπο, που αναφέρεται στην δημαγωγία των κομμάτων της δεξιάς, τα οποία σύμφωνα με τους επικριτές τους εκμεταλλεύονται την άγνοια του κοινού και τον εθνικιστικό ή θρησκευτικό φανατισμό.

Επηρεασμένος από τον λαϊκισμό της Λατινικής Αμερικής και την αμερικανική ιστορία, ο Ερνέστο Λακλάου επιχειρεί στο βιβλίο «Η Λογική του Λαϊκισμού» να αντιμετωπίσει την ευρωπαϊκή χρήση του όρου. «Η πρόοδος για την κατανόηση του λαϊκισμού απαιτεί την ανάσυρσή του από το περιθώριο στο κέντρο του διαλόγου των κοινωνικών επιστημών. […] Ο λαϊκισμός δεν έχει απλά υποβιβαστεί, έχει δυσφημιστεί», αναφέρει.

Ο Λακλάου αναλύει τον λαϊκισμό ως πολιτική λογική που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από την αριστερά, την δεξιά και το κέντρο. Αντιπροσωπεύει μια μορφή πολιτικού λόγου, παρά μία πίστη σε μια τάξη, ιδεολογία ή μία κοινωνική μορφή. Και διαμορφώνει μία διπολική σύγκρουση μεταξύ «πληβείων» και «ισχυρών», η οποία ορίζεται από συγκεκριμένα αιτήματα τα οποία θέτουν το πολιτικό εσωτερικό σύνορο μεταξύ των δύο πόλων.



Η κατάσταση που ο Λακλάου ονομάζει «λογική της διαφοράς», ακολουθεί ένα είδος αιτημάτων. Αιτήματα που μπορούν να είναι διαπραγματεύσιμα μεταξύ ενός κόμματος ή κινήματος και της εκάστοτε εξουσίας. Για παράδειγμα, μία ομάδα ψηφοφόρων θέτουν τα αιτήματα της μείωσης των επιτοκίων των φοιτητικών δανείων και της κρατικής κάλυψη για την απόκτηση ακουστικών βαρηκοΐας. Τα αιτήματα αυτά θα μπορούσαν να τεθούν σε διάλογο χωρίς απαραίτητα να δημιουργηθούν πολιτικά εμπόδια.

Άλλα είδη αιτημάτων όμως ακολουθούνται από αυτό ο Λακλάου αποκαλεί «λογική της ισοδυναμίας». Δεν είναι ουτοπικά αλλά είναι απίθανη η αποδοχή τους από τις ελίτ και την εξουσία. Τέτοια αιτήματα θα μπορούσαν να είναι οι εξαγγελίες του Σάντερς για κατώτατο ωρομίσθιο 15 δολαρίων και Κοινωνική Ασφάλιση για όλους. Ένα τέτοιο αίτημα θα μπορούσε επίσης να είναι η πρόθεση του Τραμπ για τη δημιουργία ενός τοίχους στα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό. Αυτού του είδους των αιτημάτων, εάν ομαδοποιηθούν από την αριστερά ή την δεξιά, δημιουργούν μια «αιχμή», ένα φαινομενικά αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ πληβείων και εξουσίας. Γίνονται έτσι η βάση για μια λαϊκιστική πρόκληση προς την εξουσία. Όπως γράφει ο Λακλάου, «οι συνθήκες για μια λαϊκιστική ρήξη δημιουργούνται την στιγμή κατά την οποία συνυπάρχουν από την μία ένα πλήθος ανικανοποίητων αιτημάτων και από την άλλη η αδυναμία των συστημικών θεσμών να τα αφομοιώσουν».

Δεν υπάρχει προκαθορισμένο περιεχόμενο για τους όρους «πληβείοι» και «ισχυροί». Ως «πληβείους», οι οποίοι συνήθως θα πορεύονται στο όνομα του «λαού», μπορεί να συναντήσουμε τη μεσαία τάξη, την εργατική τάξη, τα κατώτερα στρώματα, τους γηγενείς Γάλλους πολίτες ή τη χριστιανική Αμερική. Ομοίως, ως «ισχυροί» μπορεί να εμφανίζονται οι κεφαλαιούχοι, η Wall Street, το Λονδίνο ή ένας δικομματισμός κεντροαριστεράς-δεξιάς, όπως υπήρξε στη Γαλλία, την Ελλάδα ή την Ισπανία. Για το Αμερικανικό Tea Party οι ελίτ αρχικά είχαν ταυτιστεί με τους φιλελεύθερους και την κυβέρνηση και αργότερα με προδότες Ρεπουμπλικάνους. Επίσης, δεν υπάρχουν συγκεκριμένα αιτήματα και διεκδικήσεις. Μπορεί να είναι η μετανάστευση ή η έξοδος από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Συνδετικός κρίκος των πληβείων είναι ένα σύνολο εστιασμένων αιτημάτων που όμως οδηγούν σε έναν μεγαλύτερο σκοπό. Ο Λακλάου αναφέρεται στην περίπτωση της Πολωνικής «Αλληλεγγύης», της οποίας οι διεκδικήσεις για τα εργασιακά δικαιώματα στις αρχές του 1980, οικοδομήθηκαν πάνω στο αίτημα για εθνική ανεξαρτησία, το οποίο ούτε η πολωνική κομμουνιστική κυβέρνηση ούτε η Σοβιετική Ένωση ήταν διατεθειμένες να παραχωρήσουν. Στην περίπτωση του Τράμπ, η απαίτηση για ένα τοίχος στο σύνορα με το Μεξικό επιτελεί αυτή τη λειτουργία. Για τον Σάντερς ήταν η «πολιτική επανάσταση». Χαρισματικοί ηγέτες όπως ο Λεχ Βαλέσα, η Μαρίν Λε Πεν ή ο Ρος Περό, που προβάλουν τέτοια αιτήματα για λογαριασμό του «λαού», μπορεί να χρησιμεύσουν ως συνδετικός κρίκος ενός ετερογενή λαϊκού συνασπισμού που θα διεκδικήσει και θα παλέψει για τα αιτήματα αυτά.
«Ένα σύγχρονο πρόγραμμα για την ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας απαιτεί την ανάπτυξη ενός αριστερού λαϊκισμού».
Για τον Λακλάου και τη Μουφ, ο λαϊκισμός είναι μία πρόκληση προκειμένου η αριστερά να κερδίσει ένα status quο. Στο «Construir Pueblo» η Μουφ αναφέρει: «Η άποψή μου είναι ότι ένα σύγχρονο πρόγραμμα για την ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας απαιτεί την ανάπτυξη ενός αριστερού λαϊκισμού». Για αυτό χρειάζεται η κατασκευή μιας νέας πολιτικής ταυτότητας. Όπως αναφέρει και ο ισπανικός τίτλος του βιβλίου των Errejón και Μουφ, η αριστερά θα πρέπει να «κατασκευάσει ένα λαό», όχι απλά να αντιπροσωπεύει μια προϋπάρχουσα ιστορική μορφή, όπως η εργατική τάξη, ή ένα αίτημα όπως ο φεμινισμός και η οικολογία. «Κάθε λαϊκιστική σύγκλιση λαμβάνει χώρα σε ένα ριζικά ετερογενές κοινωνικό περιβάλλον», γράφει ο Λακλάου στη «Λογική του Λαϊκισμού».

Για τους Podemos και άλλα ευρωπαϊκά αριστερά λαϊκιστικά κινήματα, το ενοποιητικό ζήτημα υπήρξε η απαίτηση για το τέλος της λιτότητας. Αυτό ήταν το αίτημα το οποίο διαμόρφωσε τα «σύνορα» μεταξύ του λαού και των ελίτ και διαφοροποίησε τους Podemos στην Ισπανία και τον Beppe Grillo στην Ιταλία από τις επικρατούσες κεντροαριστερές και κεντροδεξιές δυνάμεις, οι οποίες είχαν υποχωρήσει υπό την πίεση της Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, του Διεθνές Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μειώνοντας τους προϋπολογισμούς τους και αυξάνοντας τους φόρους. Αλλά το πρόσωπο των ομαδοποιήσεων αυτών και των στόχων τους, οι διεκδικήσεις και οι ηγεσίες τους, θα μπορούσαν να μεταβληθούν ανάλογα με τις επικρατούσες ιστορικές συνθήκες. Η πολιτική για τον Λακλάου και την Μουφ είναι ένα πεδίο εκτάκτων συνθηκών και όχι προκαθορισμένων αναγκαιοτήτων.

Την περίοδο μεταξύ της εργασίας για την «Ηγεμονία και την Σοσιαλιστική Στρατηγική» και αυτής σχετικά με τον αριστερό λαϊκισμό, εμφανίζονται δύο πολύ σημαντικές μεταβολές. Η μία είναι λιγότερο φανερή και η άλλη περισσότερο αναγνωρισμένη. Η πρώτη είναι η εγκατάλειψη του μαρξιστικού στόχου για την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, ακόμη και ως «διακύβευμα» του αριστερού λαϊκισμού. Στο «Construir Pueblo» δεν υπάρχει καμία αναφορά στον τερματισμό του καπιταλισμού ως στόχου μίας λαϊκιστικής στρατηγικής. Αυτό ενδεχομένως να δικαιολογείται, δεδομένου ότι μετά την κατάρρευση του σοβιετικού σοσιαλισμού δεν υπήρξε μία σαφής θέση για το πώς θα έμοιαζε και το πώς θα λειτουργούσε με επιτυχία μία μη καπιταλιστική ή Μαρξιστική σοσιαλιστική οικονομία στο μέλλον.

Το δεύτερο είναι ότι ο Λακλάου και η Μουφ, και κυρίως η Σαντάλ Mουφ, έχουν επαναξιολογήσει τον ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας κατά την περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν δημιούργησε τα προηγμένα ευρωπαϊκά κοινωνικά κράτη. Το «Ηγεμονία και Σοσιαλιστική Στρατηγική» ήταν κριτικό απέναντι σε αυτή την σοσιαλδημοκρατία, η οποία κατηγορούταν την περίοδο εκείνη για «ταξικότητα», όπως και οι πρόγονοί της. Αλλά τότε ο Λακλάου και η Μουφ πίστευαν ότι η Ευρώπη ήταν έτοιμη να προχωρήσει πέρα από τη σοσιαλδημοκρατία και να αγκαλιάσει μία ριζοσπαστική εναλλακτική. Δεν είχαν διαβλέψει τον νεοφιλελεύθερο θρίαμβο, που θα έφερνε στο προσκήνιο τις αξίες του αχαλίνωτου καπιταλισμού, της αγοράς και της συναίνεσης μεταξύ κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς.
«Το 1985 λέγαμε ότι πρέπει να ριζοσπαστικοποιήσουμε τη δημοκρατία. Τώρα θα πρέπει πρώτα να αποκαταστήσουμε τη δημοκρατία, έτσι ώστε να μπορούμε στη συνέχεια να προσχωρήσουμε στην ριζοσπαστικοποίησή της».
«Όταν γράψαμε το “Ηγεμονία και Σοσιαλιστική Στρατηγική” […] επικρίναμε την σοσιαλδημοκρατία, διότι δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τη σημασία των νέων κοινωνικών κινημάτων και λόγω του γεγονότος ότι η σοσιαλδημοκρατία είχε γίνει υπερβολικά γραφειοκρατική», δήλωσε η Μουφ σε συνέντευξή της το 2011. «Δεν περιμέναμε τότε το τέλος της σοσιαλδημοκρατικής ηγεμονίας και την απαρχή της ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού. […] Εξακολουθώ να υποστηρίζω το έργο της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, αλλά δεν είμαστε πλέον στο επιθυμητό επιθετικό στάδιο. Είμαστε αναγκασμένοι να υπερασπιστούμε όσα δικαιώματα μας έχουν απομείνει, όχι μόνο κοινωνικά αλλά και πολιτικά».

Την θέση αυτή επαναλαμβάνει και στο «Construir Pueblo»:
«Το 1985 λέγαμε ότι πρέπει να ριζοσπαστικοποιήσουμε τη δημοκρατία. Τώρα θα πρέπει πρώτα να αποκαταστήσουμε τη δημοκρατία, έτσι ώστε να μπορούμε στη συνέχεια να προσχωρήσουμε στην ριζοσπαστικοποίησή της. Σήμερα ο στόχος μας είναι πολύ πιο δύσκολος».

Διαβάστε το αρχικό κείμενο στο www.dissentmagazine.org
Ο John B. Judis είναι συγγραφέας του «The Populist Explosion: How the Great Recession Transformed American and European Politics» (Columbia Global Reports, 2016).
Αναζητήστε πληροφορίες και το έργο του Ερνέστο Λακλάου στο site των εκδόσεων VersoBooks.