Μοντέρνοι Καιροί

Περνώντας οι μέρες και πλησιάζοντας στην επέτειο της Πρωτομαγιάς θυμήθηκα ένα παλιό κείμενο που διάβαζα στο Δημοτικό. Με τους «Μοντέρνους Καιρούς» συζητήσαμε και μάθαμε για πρώτη φορά στο σχολείο για την Εργατική Πρωτομαγιά, τους κοινωνικούς αγώνες και την αλλοτρίωση του σύγχρονου εργαζόμενου ανθρώπου. 
Πρόσφατα έμαθα πως το κείμενο αφαιρέθηκε μετά την τελευταία αναθεώρηση των σχολικών βιβλίων.


Μοντέρνοι Καιροί
Του Μ. Κασόλα
(Βιβλίο Γλώσσας Στ’ Δημοτικού)

Ένα τραγούδι κρατάει συνήθως τρία ή και πέντε λεπτά. Σαράντα τραγούδια τρίλεπτα είναι δύο ώρες. Σαράντα πεντάλεπτα, τρεις ώρες και είκοσι λεπτά. Το ωράριο στο εργοστάσιο των σωληνωτών λαμπτήρων ήταν οχτώ ώρες και δε γινότανε να τραγουδάς και τις οχτώ ώρες, για να μη νιώθεις το χρόνο. Την πρώτη μέρα θα τραγούδησα σαράντα τραγούδια. Τη δεύτερη καμιά δεκαριά, την τρίτη ούτε ένα. Και που τραγουδούσα, σχεδόν μάταιο, ο χρόνος κολλούσε πεισματικά... Κι από τον εκκωφαντικό θόρυβο των μηχανών που δούλευαν αλυσίδα ούτε τη φωνή μου δεν μπορούσα να ακούσω.
Το 1936 γεννήθηκα σ` ένα ορεινό χωριό. Το 1936 ο Σαρλό γύρισε τους «Μοντέρνους καιρούς». Μια εικοσαετία αργότερα χτυπιόμουν απ' το γέλιο, βλέποντας στο φιλμ εκείνον τον ανθρωπάκο που, όπου έβλεπε κουμπί, το θεωρούσε για μπουλόνι και το 'στριβε... Το 1970 ζούσα ο ίδιος τους «Μοντέρνους καιρούς» και φυσικά δε χτυπιόμουν απ' το γέλιο. Αντίθετα, πονούσε πιασμένο όλο μου το κορμί απ' την ορθοστασία. Το μυαλό μου κουδούνιζε σαν ηχείο κι αισθανόμουν αγωνία και φόβο μέσα σ' εκείνο το τερατώδες εργοστάσιο.. Πού άρχιζε; Που τέλειωνε; Φυσικά άρχιζε από κάπου, τέλειωνε κάπου, όμως ποτέ δε σταματούσε. Δούλευε με βάρδιες είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο κι έβγαζε λάμπες. Ο θόρυβος απ' τις μηχανές που γύριζαν, τρομακτικός. Και τα μεγάφωνα, πολλά και παντού, σ' όλη την ένταση ανοιγμένα να μεταδίδουν μουσική, γιατί οι μελέτες απέδειξαν πως η παραγωγή μεγαλώνει πιο γρήγορα με τη μουσική... Κι ο εργάτης άνθρωπος εκεί μέσα καταργημένος. Γιατί, τι άλλο είναι εκτός από κατάργηση το μαρτύριο να βιδώνει ακούνητος στην ίδια θέση βιδούλες σ' ένα όμοιο εξάρτημα;
Ανάμεσα από ένα κυλινδρικό περιστρεφόμενο μηχάνημα σε σχήμα πελώριας ανέμης, απ' όπου με διπλά και τριπλά γάντια τραβούσα τις λάμπες-σωλήνες που έκαιγαν και ίσιωνα τα δυο ενωμένα συρματάκια, για να περνάει ευκολότερα ο επόμενος μου τις μεταλλικές υποδοχές, μπορούσα να βλέπω τη γυναίκα μου (που την προσέλαβαν κι αυτή) να στέκεται μπροστά σ' ένα άλλο μηχάνημα και να κάνει την ίδια κίνηση. Να σκύβει, να ξεκολλάει ανά δύο τις λάμπες, να ορθώνεται, να ξανασκύβει και να τις τοποθετεί σε κάσες, να ξανασκύβει... Τις πρώτες ώρες γύριζε πότε πότε το κεφάλι της, μ' έβλεπε και μου χαμογελούσε κατακόκκινη. Όμως σιγά σιγά δε γύριζε, κι όταν γύριζε, δε μου χαμογελούσε. Κοίταζε ψηλά πάνω από μένα το ρολόι...
Την τρίτη μέρα ζήτησα να μου επιτρέψουν να δουλέψω σ' όλα τα στάδια που απαιτεί η πορεία κατασκευής μιας λάμπας απ' την αρχή. Μου αρνήθηκαν, γέλασαν και μ' έδιωξαν ύστερα από είκοσι μέρες σαν απροσάρμοστο...

Εικόνα: «Modern Times», Charlie Chaplin, 1936