Βeach party και σπάσιμο νεύρων

Αφόρητη η ζέστη εχθές στην πόλη. Κάποια στιγμή νόμιζα ότι πραγματικά έλιωνα. Είχα ανάψει στο τέρμα τους δύο ανεμιστήρες και τους είχα τοποθετήσει αριστερά και δεξιά του καναπέ, ενώ εγώ καθόμουν ανάμεσα και αποβλακωνόμουν στην τηλεόραση. Αλά τι να μου κάνουν και οι κακόμοιροι οι ανεμιστήρες. Δύο εναντίων του κωλόκαιρου – που έβραζε ; Και καθώς δεν είχα κλιματιστικό – καθότι οικολόγος – για να με απαλλάξει από την ζέστη, αποφάσισα να κατέβω παραλία. Παίρνω λοιπόν τηλέφωνο δύο φιλαράκια και κατεβαίνουνε σε μία από της ωραιότερες παραλίες της Αττικής.

Φτάνοντας εκεί συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν ο μόνος που είχα την ηδέα. Πήχτρα η παραλία. Αποφασίζουμε λοιπόν να πάμε σε ένα κοντινό μπαράκι, και να πάμε για μπάνιο αργότερα, που θα έχει φύγει ο κόσμος. Καθόμαστε αναπαυτικά στις πολυθρόνες του μπαρ και παραγγείλουμε τρεις καφέδες. Κατά της εφτά η ώρα αποφασίζουμε να κατέβουμε για μπάνιο. «Τι στον διάολο», λέμε «κάπως θα έχει σπάσει ο κόσμος». Και πράγματι, την ώρα που φτάσαμε στην ακτή η παραλία ήταν σχεδόν άδεια.

Κατευθυνόμαστε στα βραχάκια, στην άκρη της παραλία, και αφού τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας – πετσέτες κ.τ.λ. – αρχίζουμε τις βουτιές. Απόλαυση. Επιτέλους ανακούφιση. Βγαίνοντας από την δροσερή θάλασσα αποφασίσαμε να καθίσουμε μέχρι αργά. Και ενώ ξάπλα απολαμβάνουμε την δροσιά των βότσαλων από κάτω, έρχεται ένας νεαρός με, προφανή, σκοπό να μας σπάσει να νεύρα. «Συγγνώμη, μήπως μπορείτε να φύγετε για τι θέλουμε να κάνουμε ένα beach party, για τα γενέθλια ενός φίλου μας ;» με ευγενικό τρόπο στην αρχή αρνήθηκα. Και αρχίζει τότε αυτός το σπάσιμο αρχ... και εγώ να του απαντάω ευγενικά «όχι». Τι στο διάολο, αλλοδαπός ήταν και δεν γνώριζε την απλή λεξούλα «όχι». Τα παίρνω σε μία στιγμή και εγώ, όποτε του αναγγείλω πως μόλις έγραψα και αυτόν και το party του στα από κάτω μου, μαζί με πολλά κοσμικά - για έμφαση.

Καταβρισμένος ο νεαρός έφυγε. Τότε διαπίστωσα πως η βάρβαρη τεχνική μου είχε αποτέλεσμα. Όχι όμως για πολύ. Και αυτό, γιατί ύστερα από κανένα δεκάλεπτο σκάνε μύτη μία ντουζίνα έφηβοι, με χαρτόκουτα γεμάτα μπίρες και ποτά. Τι ακριβός ποτά δεν πρόσεξα. Και αυτό επειδή η προσοχή μου είχε αποσπαστεί από τα δύο τεράστια ηχεία που είχαν κουβαλήσει μαζί τους οι νεαροί. Τα στήνουν λοιπόν και το μαρτύριο ξεκινά.

Τέρμα τα ηχεία, πίσω από τα αυτιά μας, είχαν βάλει στόχο να μας ξεκουφάνουν. Και αρχίζουμε λοιπόν τις παρατηρήσεις. Στα παλαιοτέρα των υποδημάτων τους οι νεαροί, συνέχιζαν να μας κάνουν κινέζικα μαρτύρια. Εκεί όμως που τα πήρα περισσότερο, ήταν όταν ο πιτσιρικάς – που είχα τσακωθεί προηγουμένως – με πλησίασε και μου είπε με ύφος κατακτητή : «Η μουσική θα έχει αυτή την ένταση όλο το βράδυ. Αν θέλετε καθίστε αν θέλετε φύγετε». Τα παίρνω και εγώ και αρχίζω τα γ….σταβρίδια. Χαμπάρι εκείνοι, συνέχιζαν τον σαματά.

Και ενώ εγώ και οι φίλοι μου προσπαθούσαμε να δούμε πως θα απαλλαχτούμε από τους μικρούς διαβόλους, σκάνε μύτη δύο μπατσάκια. Πρώτη φορά στην ζωή μου χάρηκα που έβλεπα αστυνομικό. Για αυτό που χάρηκα όμως περισσότερο δεν είναι η άφιξη των 007 αλά οι αποχώρηση. Αποχώρηση που συνοδεύτηκε από δύο συλληφθέντες, που κουβαλούσαν τα ηχεία τους στο περιπολικό.

Και τότε είναι που άρχισε ο σαματάς. Από την μία μεριά οι νεαροί να μας κατηγορούν πως καλέσαμε τους μπάτσους και από την άλλη εμείς να παραδεχόμαστε πως λυπόμασταν πολύ που μας πρόλαβαν άλλοι. Και ενώ το πράγμα ξέφευγε, έφτασαν οι ομάδες καταστολής. Ένα τσούρμο εξαγριωμένων μπαμπάδων οι οποίοι είχαν διαπιστώσει πως τα καμάρια τους έλειπαν χωρίς άδει από τα σπίτια τους. Και όχι μόνο το είχαν σκάσει, αλά έκαναν και πάρτι. Εκεί δε που τα πήραν εντελώς είναι όταν διαπίστωσαν την ύπαρξη του αλκοόλ.

Δεν το περίμενα να νιώσω τόσο άσχημα. Την ώρα που οι γονείς μάζευαν, με τις κλοτσιές, τους μικρούς σατανάδες, μα τον Θεό, τα λυπήθηκα τα ταλαίπωρα. Και από εκεί που θύμωνα με τα παιδάκια, τώρα θύμωνα με τους ηλίθιους πατεράδες. Οι σπαστικοί τώρα δεν ήταν τα, κακόμοιρα, παιδάκια, αλά οι ίδιοι.