Βιβλίο στην παραλία ; Μην το επιχειρήσεις …

Mία μέρα συζητάγαμε με ένα φίλο μου για βιβλία. Συζήτηση για τους συγγραφείς, τα είδη των βιβλίων, τις νέες κυκλοφορίες και τα σχετικά. Κάποια στιγμή, μέσα στην συζήτηση, ο φίλος μου άρχισε να μου λέει για το πόσο απολαμβάνει τα βιβλία του όταν τα διαβάζει στην παραλία. Και ενώ μου εξηγούσε το πόσο τον χαλαρώνει το κυματάκι σε συνδυασμό με την ανάγνωση, και άλλα τέτοια ηδονικά, το αποφάσισα. Θα το κάνω και εγώ.

Την άλλη μέρα, το απόγευμα, πήρα ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία και κατέβηκα στην πλησιέστερη παραλία. Ανοίγω λοιπόν το καρεκλάκι θαλάσσης μου – που το είχα αγοράσει, ειδικά για την περίπτωση, το μεσημέρι από το «Λιντλ» - κάθομαι λίγο πιο πάνω από το σημείο που έσκαγαν ευχάριστα μικρά κυματάκια και ξεκινάω την ανάγνωση.

Πριν προλάβω να πάω στην δεύτερη σελίδα εμφανίζονται μπροστά μου δύο αθλητές της άμμου (ένας άντρας, πολύ άσχημος ο κακομοίρης, και μία γυναίκα, κόλαση) και ξεκινούν. Τακα τακα τακα τακα οι ρακέτες και πάνω κάτω πάνω κάτω τα πλούσια κάλλη της κοπελιάς, πού να συγκεντρωθώ ο χριστιανός; Μία με το τακα τακα να σπάει το σασπένς της ανάγνωσης και μία με το μάτι μου, που κάθε τόσο ξέφευγε από τα γράμματα για να συγκεντρωθεί στο μπικίνι της κοπελιάς, είδα και έπαθα να φτάσω στην δέκατη σελίδα.

Και εκεί που πήγαινα να συγκεντρωθώ, σκάει μύτη από πίσω μου μία γυνεκοπαρέα και αρχίζουν να λένε τα κουτσομπολιά της γειτονιάς τους. Είμαι και εγώ λίγο κουτσομπόλης, πολύ ήθελα ; Αντί να σχηματίζω στο μυαλό μου τις εικόνες του βιβλίου, σχημάτιζα την εικόνα του γείτονα να πηδιέται με την γειτόνισσα. Και να έχω και από επάνω την κοπελιά, με το μπικίνι και τα πλούσια κάλλη, μπροστά μου, να παίζει ρακέτες. Τα έπαιξα. Αφήνω το βιβλίο κάτω (ανοιχτό στην σελίδα 20) και μπαίνω στην παγωμένη θάλασσα για να συνέλθω.

Ύστερα από πολύ κόπο και κολύμπι στα κρύα νερά, για να πέσει ο στρατιώτης, βγαίνω και ξαναρχίζω την ανάγνωση. Και εκεί που πάω να μπω για τα καλά στις σελίδες του βιβλίου, έρχονται μπροστά μου ένα λόχος από νιάνιαρα και αρχίζουν τις οικοδομικές εργασίες. Και χλάτσα χλούτσα τα φτυαράκια στο χώμα. Τόσο χώμα στην ζωή μου δεν το είχα φάει ποτέ. Τα σκατόπαιδα. Μανάδες να τα μαζέψουν δεν έχουν. Αλλά βέβαια, οι μανάδες ήταν απορροφημένες στη συζήτηση για τα πηδήματα του γείτονα.

Μαζεύω λοιπόν τα πράγματά μου και πάω να τα ξαναστήσω λίγο πιο πέρα, που επικρατεί περισσότερη ησυχία. Και αφού πλέον πιστεύω πως βρήκα το κατάλληλο μέρος, διαπίστωσα κάτι το τρομερό. Δεν είχε πλέον αρκετό φώς και δεν μπορούσα να διαβάσω. Βιδωμένος, αρπάζω το βιβλίο το πετάω στην θάλασσα και φεύγω.

Δεν πήγα μακριά. Μέχρι την διπλανή ξαπλώστρα, όπου τώρα ήταν ξαπλωμένη η κοπελιά με το μπικίνι και τα πλούσια κάλλη …