Κραυγή …

Κάθομαι στην καρέκλα αναπαυτικά. Η τηλεόραση παίζει τις συνήθεις μαλακίες, στον υπολογιστή εμφανίζονται οι γνωστές σάχλες. Αισθάνομαι εγκλωβισμένος.

Βγαίνω έξω. Στους δρόμους παντού άστεγοι και πόρνες. Από δίπλα μου ακούω έναν συναγερμό να ουρλιάζει. Γυρίζω και βλέπω δύο μαυροφορεμένους, με κουκούλα, να πηδούν έξω από το υποκατάστημα της «Γιούρομπανκ». «Να τους σταματήσω;», σκέφτομαι. Η απάντηση έρχεται αμέσως, από τα κεντρικά του μυαλού μου. Κάνω στροφή και φεύγω. Κάθομαι σε ένα παγκάκι και παρακολουθώ τα όσα συμβαίνουν γύρο μου. Αισθάνομαι εγκλωβισμένος.

Το κινητό μου χτυπά. Ένας φίλος με καλεί να πάμε σε κανένα μπαρ να ξεσκάσουμε. Δέχομαι. Μπαίνω μέσα και κάθομαι στην μπάρα. Γύρω μου τα γνωστά πορνίδια χορεύουν. Περιτριγυρίζομαι από μεθυσμένους και ανεγκέφαλους. Αισθάνομαι εγκλωβισμένος.

Βγαίνω και μπαίνω στην γειτονική εκκλησία. Όπου και αν στραφώ υπάρχει και από ένα παγκάρι. Όλα θα καταλήξουν στην τσέπη του παπαδαριού. Αισθάνομαι εγκλωβισμένος.

Κατευθύνομαι προς την Βουλή. Κάθομαι αντικριστά από το μνημεία της δημοκρατίας. Από το γκαράζ, βγαίνει μία υπερπολυτελής «Μερσεντές». Ακριβός δίπλα, ένας ζητιάνος κοιμάται σε ένα παγκάκι. Φοράει κάτι κουρέλια. Φτύνω κάτω. Αισθάνομαι εγκλωβισμένος.

Πέφτω στο κρεβάτι μου και κλείνω τα μάτια. Προσπαθώ να φύγω από αυτόν τον απαίσιο κόσμο. Δεν μπορώ. Δεν έχω τα κλειδιά.

Βγάζω μία κραυγή. Κραυγή απελπισίας και θυμού.

Είμαι εγκλωβισμένος.